δαήμων: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
|elnltext=δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰήμων:''' gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαήμων Medium diacritics: δαήμων Low diacritics: δαήμων Capitals: ΔΑΗΜΩΝ
Transliteration A: daḗmōn Transliteration B: daēmōn Transliteration C: daimon Beta Code: dah/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (δαῆναι)

   A knowing, experienced in a thing, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Il.15.411; ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα 23.671: c. gen. rei, δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων Od.8.159, cf. Democr.197: c. inf., κοσμῆσαι δ. knowing best how to .., Arr.An.7.28.2; χρήματα φυλάττειν δ. Them.Or.2.25c: Comp. -έστερος Eun.VSp.499B., Procop.Arc.Praef.: Sup.-έστατος X.Cyr.1.2.12, Agath.5.6. Adv. Sup. -έστατα Id.3.25.

German (Pape)

[Seite 513] ον, kundig, erfahren, ἄθλων Od. 8, 159; δοιὼ θεράποντε, δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253; οὐδ' ἄρα πως ἦν ἐν πάντεσσ' ἔργοισι δαήμονα φῶτα γενέσθαι Iliad . 23. 671; ἀλλ' ὥς τε στάθμη δόρυ νήιον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Iliad. 15, 411; – Prosa, Plat. Crat. 398 b zur Erkl. von δαίμων; bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 im superl. δαημονέστατοι; c. inf. Arr. An. 7, 23, 5.

Greek (Liddell-Scott)

δαήμων: -ον, γεν.-ονος (δαῆναι) εἰδήμων, ἔμπειρος ἔν τινι, τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος Ἰλ. Ο. 411· ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμονα Ψ. 671· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., δαήμονι φωτὶ ἐίσκω ἄθλων Ὀδ. Θ. 159·― σπάν. παρὰ τοῖς πεζ., Πλάτ. Κρατ. 398Β, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 110. 8. Συγκριτ.-ονέστερος Εὐ. 106· ὑπερθ. δαημονέστατος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 12· μετ’ ἀπαρ., κοσμῆσαι δ., γινώσκων κάλλιστα πῶς νὰ…, Ἀρρ. Ἀν. 28.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
savant, habile : τινός, ἔν τινι en qch.
Étymologie: δαῆναι, v. *δάω.

English (Autenrieth)

ονος (root δα): skilled in; w. gen., also ἔν τινι.

Greek Monolingual

δαήμων, -ον (AM)
έμπειρος, εξασκημένος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ. αρχ.) δαη- του αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)].

Greek Monotonic

δαήμων: -ον, γεν. -ονος (*δάω, δαῆναι), γνώστης, έμπειρος σε κάτι, ειδήμων, έμπειρος, ειδικός· ἔν τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· δαημονέστατος, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαήμων -ον [~*δάω] kundig, vaardig, met gen., met ἐν + dat. in iets.

Russian (Dvoretsky)

δᾰήμων: gen. ονος знающий, сведущий, опытный (τινός Hom., Plut. и ἔν τινι Hom.; δαημονέστατος καὶ εὐπιστότατος Xen.).