δόμονδε: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δόμονδε:''' επίρρ., στο [[σπίτι]], στην [[πατρίδα]], προς το [[σπίτι]], προς την [[πατρίδα]], σε Όμηρ.· [[ὅνδε]] [[δόμονδε]], στο δικό του [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''δόμονδε:''' επίρρ., στο [[σπίτι]], στην [[πατρίδα]], προς το [[σπίτι]], προς την [[πατρίδα]], σε Όμηρ.· [[ὅνδε]] [[δόμονδε]], στο δικό του [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δόμονδε:''' adv. домой, в дом: νοστῆσαι [[ὅνδε]] δ. Hom. вернуться к себе на родину. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A homeward, Hom.; ὅνδε δόμονδε to his own house, Od.1.83; also δόμον Archestr.Fr.26.
Greek (Liddell-Scott)
δόμονδε: ἐπίρρ., εἰς τὸν οἶκον, οἴκαδε, ὡς τὰ οἶκόνδε, οἴκαδε, Ὅμ.· ὅνδε δόμονδε, εἰς τὴν οἰκίαν του, Ὀδ. Α. 83· οὕτω, δόμον Ἀρχέστρ. παρ' Ἀθην. 327D.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la maison, vers la maison avec mouv.
Étymologie: δόμος, -δε.
English (Autenrieth)
adv., into the house, Od. 22.479; homeward, home, Il. 24.717 ; ὅνδε δόμονδε, to his house, to his home.
Spanish (DGE)
adv. a o hacia casa ὅνδε δόμονδε a su casa, Il.16.445, Hes.Sc.38, de Odiseo Od.1.83, πρόφρων <δ'> ὑπέδεκτο δ. Λάβαν benévolo le acogió en su casa Labán Theodotus SHell.759.5.
Greek Monolingual
δόμονδε επίρρ. (Α)
στο σπίτι, στην πατρίδα.
Greek Monotonic
δόμονδε: επίρρ., στο σπίτι, στην πατρίδα, προς το σπίτι, προς την πατρίδα, σε Όμηρ.· ὅνδε δόμονδε, στο δικό του σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δόμονδε: adv. домой, в дом: νοστῆσαι ὅνδε δ. Hom. вернуться к себе на родину.