εἶλαρ: Difference between revisions

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἶλαρ:''' τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. ([[εἴλω]]), [[σκεπή]], [[καταφύγιο]], [[ασφάλεια]], [[εἶλαρ]] [[νηῶν]] τε καὶ αὐτῶν, [[καταφύγιο]] για [[πλοίο]] και [[πλήρωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἶλαρκύματος</i>, [[φράγμα]] [[εναντίον]] των κυμάτων, [[κυματοθραύστης]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''εἶλαρ:''' τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. ([[εἴλω]]), [[σκεπή]], [[καταφύγιο]], [[ασφάλεια]], [[εἶλαρ]] [[νηῶν]] τε καὶ αὐτῶν, [[καταφύγιο]] για [[πλοίο]] και [[πλήρωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>εἶλαρκύματος</i>, [[φράγμα]] [[εναντίον]] των κυμάτων, [[κυματοθραύστης]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἶλᾰρ:''' τό [[εἴλω]] (только nom. и acc. sing.) защита, убежище: εἶ. [[νηῶν]] Hom. укрытая стоянка для судов; εἶ. κύματος Hom. защита от волн.
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἶλαρ Medium diacritics: εἶλαρ Low diacritics: είλαρ Capitals: ΕΙΛΑΡ
Transliteration A: eîlar Transliteration B: eilar Transliteration C: eilar Beta Code: ei)=lar

English (LSJ)

τό, used only in nom. and acc. sg.,

   A covering, shelter, defence, εἶ. νηῶν τε καὶ αὐτῶν shelter for ship and crew, Il.7.338, etc.; κύματος εἶ. fence against the waves, Od.5.257. (ϝέλϝαρ, cf. ἔλαρ Hsch., εἴλω.)

German (Pape)

[Seite 728] ατος, τό, Bedeckung, Schutzwehr; νηῶν, für die Schiffe, Il. 7, 338; κύματος, gegen die Woge, Od. 5, 257.

Greek (Liddell-Scott)

εἶλαρ: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ: (εἴλω): - ἕρκος, φραγμός, σκέπη, φυλακή, ἀσφάλεια, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν Ἰλ. ΙΙ. 338, κτλ.· κύματος εἶλαρ ἔμεν, «πρὸς ἀσφάλειαν καὶ πρὸς τὸ ἀπείργειν τὸ κῦμα λυόμενον ἐκεῖσε εἰς ἀφρὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 257.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
enveloppe ; abri : νηῶν IL pour les vaisseaux ; κύματος OD contre les flots.
Étymologie: εἴλω.

English (Autenrieth)

(ϝειλ., εἴλω): means of defence, protection; κύματος, ‘against the wave,’ Od. 5.257.

Spanish (DGE)

-ος, τό

• Morfología: [en Hom. sólo en nom.-ac. sg.]
protección, defensa εἶ. νηῶν τε καὶ αὐτῶν ref. πύργοι Il.7.338, 437, ref. τεῖχος Il.14.56, 68, κύματος εἶ. abrigo contra las olas, Od.5.257, δάχματος εἶ. protección contra la mordedura Nic.Th.701, σκιάζοντας εἴλαρος χάριν de las ramas de un árbol que resguardan del sol Liber Iann.p.137.

• Etimología: Prob. de *u̯el-u̯r̥ rel. εἰλέω ‘rechazar’.

Greek Monolingual

εἶλαρ, το (Α)
1. φραγμός
2. σκέπη, προπύργιο.

Greek Monotonic

εἶλαρ: τό, μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. (εἴλω), σκεπή, καταφύγιο, ασφάλεια, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν, καταφύγιο για πλοίο και πλήρωμα, σε Ομήρ. Ιλ.· εἶλαρκύματος, φράγμα εναντίον των κυμάτων, κυματοθραύστης, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εἶλᾰρ: τό εἴλω (только nom. и acc. sing.) защита, убежище: εἶ. νηῶν Hom. укрытая стоянка для судов; εἶ. κύματος Hom. защита от волн.