εἰρηνοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰρηνοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), αυτός που κάνει [[ειρήνη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''εἰρηνοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), αυτός που κάνει [[ειρήνη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰρηνοποιός:''' ὁ<b class="num">1)</b> миротворец Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (в Риме, лат. [[fetialis]]) жрец-фециал Plut.
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρηνοποιός Medium diacritics: εἰρηνοποιός Low diacritics: ειρηνοποιός Capitals: ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: eirēnopoiós Transliteration B: eirēnopoios Transliteration C: eirinopoios Beta Code: ei)rhnopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A peace-maker, X.HG 6.3.4, Ev.Matt.5.9, Corn.ND23, Plu.Nic.11.    II pl., = Lat. Fetiales, Id.2.279b.

German (Pape)

[Seite 735] 1) Frieden stiftend, ὁ, der Friedensunterhändler; Xen. Hell. 6, 3, 4; D. Cass. 44, 49; bei Plut. qu. Rom. 62 der röm. fetialis. – 2) = εἰρηνικός, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρηνοποιός: ὁ, ὁ εἰρηνοποιῶν, ὁ εἰρηνεύων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4, Πλούτ. Νικ. 11. ΙΙ. κατὰ πληθ. εἰρηνοποιοὶ = οἱ παρὰ Ρωμαίοις Fetiales, εἰρηνοδίκαι, Πλούτ. 2. 279Β.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
pacificateur ; à Rome fécial.
Étymologie: εἰρήνη, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
pacificador, mediador de paz ὅταν δὲ ἡσυχίας ἐπιθυμήσῃ, εἰρηνοποιοὺς ἡμᾶς ἐκπέμπει cuando (la ciudad) ansía calma, nos envía como negociadores de paz X.HG 6.3.4, n. gr. de lat. fetialis (cf. tb. εἰρηνοδίκης): τῶν λεγομένων Φιτιαλίων, Ἑλληνιστὶ δ' οἷον εἰρηνοποιῶν καὶ σπονδοφόρων Plu.2.279b
que promueve la paz, que trae la paz θεός Ph.2.296, μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ θεοῦ κληθήσονται Eu.Matt.5.9, cf. Gr.Nyss.Beat.153.26, del caduceo de Hermes, Corn.ND 16, del emperador Cómodo εἰ. τοῦ κόσμου PSI 1036.28 (II d.C.), τῆς οἰκουμένης D.C.72.15.5, de un gobernador romano SEG 46.2061 (Gerasa III d.C.), de Cristo ὁ εἰρηνικὸς καὶ εἰ. κύριος ἡμῶν Dion.Alex.Fr.Cant.p.229.7, τὸ ἐμψύχων δὲ ἀπέχεσθαι ... εἰρηνοποιόν abstenerse de (comer) seres vivos favorece la paz Iambl.VP 186, Const.App.2.1.7, ὅταν εἰς συμφωνίαν ... ἄγωσιν τοὺς διεστηκότας τῇ προαιρέσει, εἰρηνοποιοί εἰσιν Didym.in Ps.227.20, ἡ εἰ. σου καὶ θεοσεβής εὐσέβεια ref. a Constantino, Soz.HE 2.27.10
partidario de la paz op. πολεμοποιός Plu.Nic.11.

English (Strong)

from εἰρήνη and ποιέω; pacificatory, i.e. (subjectively) peaceable: peacemaker.

English (Thayer)

ἐιρηνοποιον, masculine a peace-maker (Xenophon, Hell. 6,3, 4; Dio Cassius); pacific, loving peace: A. V.) dispute this secondary meaning; see Meyer at the passage).

Greek Monolingual

-ό (AM εἰρηνοποιός, -όν)
ειρηνικός, συμβιβαστικός
νεοελλ.
αυτός που κατευθύνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις
αρχ.
ρωμαίος ειρηνοδίκης.

Greek Monotonic

εἰρηνοποιός: ὁ (ποιέω), αυτός που κάνει ειρήνη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εἰρηνοποιός:1) миротворец Xen., Plut.;
2) (в Риме, лат. fetialis) жрец-фециал Plut.