ἐκβράζω: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκβράζω:''' ή -[[βράσσω]], μέλ. <i>-βράσω</i>, [[βγάζω]] αφρό, [[αφρίζω]], λέγεται για τη [[θάλασσα]] — Παθ. λέγεται για πλοία, ξεβράζομαι στη [[ξηρά]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐκβράζω:''' ή -[[βράσσω]], μέλ. <i>-βράσω</i>, [[βγάζω]] αφρό, [[αφρίζω]], λέγεται για τη [[θάλασσα]] — Παθ. λέγεται για πλοία, ξεβράζομαι στη [[ξηρά]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκβράζω:''' и [[ἐκβράσσω]] (о волнах) выбрасывать на берег (χρυσέα ποτήρια ἐκβρασσόμενα Her.; [[ναῦς]] ἐκβρασθεῖσα Diod.): οἱ Μεσσάπιοι, καθ᾽ οὓς ἐξεβράσθη Plut. мессапии, на берег которых его выбросило морем. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
or ἐκ-βράσσω, fut. -βράσω : aor. -έβρασα :—
A throw out, cast on shore, ἐ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη χρυσίον Arist.Mir.833b16 ; of the sea, D.S.14.68, etc. ; ἑαυτὸν ἐκβράσαι, of a dolphin, Ael.NA6.15 :— Pass., τὰ ἐκ τῆς θαλάσσης -βρασσόμενα βρυώδη Gp.2.22.2 ; of ships, to be cast ashore, ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Hdt.7.188, cf. 190, Ath. 6.259b; of persons, Plu.2.294f. II throw off humours, Hp.Mul. 2.113 :—Pass., gush out, Id.Gland.4 :—Med., Id.Int.1. III expel, drive out, LXXNe.13.28, 2 Ma.1.12 : metaph., ὁ θυμὸς ἐ. τῆς ψυχῆς ἀκόλαστα ῥήματα Plu.2.456c. IV intr. in Act., boil over, of water, Apollod.1.6.3 ; pullulate, of shoots, ἐκ μιᾶς ῥίζης Gp.2.6.28.
German (Pape)
[Seite 755] hervorkochen, hervorsprudeln; ἐκ τοῦ στόματος πυρὸς ἐξέβρασε ζάλη Apolld. 1, 6, 3; a. Sp. Auch transit., bes. vom Meere, auswerfen, im pass. Her. 7, 188. 190; τὰς ναῦς D. Sic. 14, 68. Bei Hippocr. = die Unreinigkeiten in Ausschlägen auswerfen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβράζω: ἢ -βράσσω: μέλλ. -βράσω· - ἐκρίπτω, ἐκβάλλω εἰς τὴν ξηράν, ἐκβρ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη χρυσίον Ἀριστ. Ἀποσπ. 248· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διόδ. 14. 68, Πλούτ., κτλ.· ἑαυτὸν ἐκβράσαι, ἐπὶ δελφῖνος, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15: - Παθ., ἐπὶ πλοίων, πίπτω ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. 190. ΙΙ. ἐπὶ κακοχυμίας, ἄλλοτε δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει Ἱππ. 639. 16. - Παθ., ἀναβλύζω, ἐκβλύζω, ὁ αὐτ. 271. 11, πρβλ. 531. 21 (ἔνθα ὁ Δινδ. θρόμβος ἀντὶ -βους): - τὸ ἐνεργ. ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. ἐξέβρασε;
jeter dans un liquide bouillonnant (dans la mer, etc.).
Étymologie: cf. ἐκβράσσομαι.
Spanish (DGE)
bullir, borbotear ἐκβράζον τὸ ὕδωρ Thdt.M.81.1241C.
•c. ac. de rel. bullir, rebosar ὁ δὲ ἄθλιος Ἡρώδης ... σκώληκας ἐκβράζων Sud.s.u. Ἡρώδης.
Greek Monolingual
(AM ἐκβράζω, Α και ἐκβράσσω)
(για θάλασσα ή ποταμό) αποβάλλω, ρίχνω έξω στην ξηρά
μσν.
(για βλαστούς) αναβλαστάνω
αρχ.
1. βγάζω εξανθήματα
2. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω
3. εξωθώ, εκδιώκω
4. ἐκβράζομαι
(για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω.
Greek Monotonic
ἐκβράζω: ή -βράσσω, μέλ. -βράσω, βγάζω αφρό, αφρίζω, λέγεται για τη θάλασσα — Παθ. λέγεται για πλοία, ξεβράζομαι στη ξηρά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβράζω: и ἐκβράσσω (о волнах) выбрасывать на берег (χρυσέα ποτήρια ἐκβρασσόμενα Her.; ναῦς ἐκβρασθεῖσα Diod.): οἱ Μεσσάπιοι, καθ᾽ οὓς ἐξεβράσθη Plut. мессапии, на берег которых его выбросило морем.