ἐπίγρυπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίγρῡπος:''' -ον, κάπως [[αγκιστροειδής]], [[αγκυλωτός]], λέγεται για το [[ράμφος]] της ίβιδος ([[γένος]] πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπίγρῡπος:''' -ον, κάπως [[αγκιστροειδής]], [[αγκυλωτός]], λέγεται για το [[ράμφος]] της ίβιδος ([[γένος]] πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίγρῡπος:''' <b class="num">1)</b> слегка изогнутый ([[ῥίς]] Arst.): [[πρόσωπον]] ἐς τὰ [[μάλιστα]] ἐπίγρυπον Her. сильно изогнутый клюв (ибиса);<br /><b class="num">2)</b> горбоносый ([[ἵππος]], [[Μέλητος]] Plat.; [[βοῦς]] [[ἄγριος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 20:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίγρῡπος Medium diacritics: ἐπίγρυπος Low diacritics: επίγρυπος Capitals: ΕΠΙΓΡΥΠΟΣ
Transliteration A: epígrypos Transliteration B: epigrypos Transliteration C: epigrypos Beta Code: e)pi/grupos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat hooked, of the beak of the ibis, Hdt.2.76; of the muzzle of the βοῦς ἄγριος, Arist.HA499a7; of horses and men, somewhat hook-nosed, Pl.Phdr.253d, Euthphr.2b, PPetr.3p.7, al. (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 934] etwas eingebogen, πρόσωπον, vom Schnabel des Ibis, Her. 2, 76; bes. von der Nase, Plat. Euthyphr. 2 b Phaedr. 253 d u. Folgde, z. B. Arist. H. A. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίγρῡπος: -ον, ὀλίγον γρυπός, κυρτός, περὶ τοῦ ῥάμφους τῆς ἴβιδος, Ἡρόδ. 2. 76· περὶ τοῦ ἀγρίου βοός, ἐπίγρυποι (οἱ ἄγριοι βόες) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22· ἐπὶ ἀνθρώπων, οὐ πάνυ εὐγένειον ἐπίγρυπον δὲ Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Β, Φαῖδρ. 253D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
légèrement crochu.
Étymologie: ἐπί, γρυπός.

Greek Monolingual

ἐπίγρυπος, -ον (AM)
(για πρόσ.) αυτός που έχει κάπως γαμψή μύτη
αρχ.
(για μύτη ή ράμφος) κάπως, αρκετά κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γρυπός «γαμψός»].

Greek Monotonic

ἐπίγρῡπος: -ον, κάπως αγκιστροειδής, αγκυλωτός, λέγεται για το ράμφος της ίβιδος (γένος πελαγόμορφων πουλιών), σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίγρῡπος: 1) слегка изогнутый (ῥίς Arst.): πρόσωπον ἐς τὰ μάλιστα ἐπίγρυπον Her. сильно изогнутый клюв (ибиса);
2) горбоносый (ἵππος, Μέλητος Plat.; βοῦς ἄγριος Arst.).