ἐπιχώννυμι: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(14) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιχώννυμι]] και ἐπιχωννύω (AM)<br />[[καλύπτω]] με [[χώμα]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] τύμβο, σωρό χώματος [[επάνω]] στον τάφο του νεκρού<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] με [[χώμα]] τάφρο, δίοδο κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χώννυμι]] «[[συσσωρεύω]], [[στοιβάζω]]»]. | |mltxt=[[ἐπιχώννυμι]] και ἐπιχωννύω (AM)<br />[[καλύπτω]] με [[χώμα]], [[ενταφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] τύμβο, σωρό χώματος [[επάνω]] στον τάφο του νεκρού<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] με [[χώμα]] τάφρο, δίοδο κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χώννυμι]] «[[συσσωρεύω]], [[στοιβάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιχώννῡμι:''' <b class="num">1)</b> насыпать ([[θῖνα]] γῆς νεκρῷ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> засыпать, запруживать (τοὺς λιμένας Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
and ἐπιχωννύω,
A heap up, Ἀρχ.Ἐφ. 1923.39(Oropus, iv B.C.); τὰ περιμήκιστα τῶν ὀρῶν Ph.1.405 ; νεκρῷ θῖνα γῆς Plu.Art.18 ; τούτοις γῆν ἐπιχώσας IG14.1746.13:—Pass., ἐ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Arist. Mir.837b11 ; βωμὸς ἐπικεχωσμένος Arg.S.Ph. II fill up, τὴν δίοδον Thphr.HP9.3.2 ; τάφρον X.Eph.4.6 ; τοὺς λιμένας D.S.13.107 codd.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. χώννυμι), darauf aufschütten, darüberschütten, νεκρῷ θῖνα γῆς Plut. Artax. 18 u. Sp.; τάφρον, zudämmen, Sp.; – mit Schutt abdämmen, mit Dämmen versehen, λιμένας D. Sic. 13, 107; – pass. ἐπιχώννυσθαι, Arist. Mirab. 91.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχώννῡμι: καὶ -ύω, ἐπισωρεύω τι εἰς ὕψος, νεκρῷ θῖνα γῆς Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· τούτοις γῆν ἐπιχώσας Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6298. - Παθ., ἐπ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Ἀριστ. π. Θαυμ. 89· βωμὸς ἐπικεχωσμένος Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Φιλ. ΙΙ. πληρῶ, γεμίζω, τὴν δίοδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· τοὺς λιμένας Διόδ. 13. 107.
French (Bailly abrégé)
amonceler sur.
Étymologie: ἐπί, χώννυμι.
Greek Monolingual
ἐπιχώννυμι και ἐπιχωννύω (AM)
καλύπτω με χώμα, ενταφιάζω
αρχ.
1. σχηματίζω τύμβο, σωρό χώματος επάνω στον τάφο του νεκρού
2. γεμίζω με χώμα τάφρο, δίοδο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώννυμι «συσσωρεύω, στοιβάζω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχώννῡμι: 1) насыпать (θῖνα γῆς νεκρῷ Plut.);
2) засыпать, запруживать (τοὺς λιμένας Diod.).