ἐπωτίδες: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπωτίδες:''' αἱ ([[οὖς]]), ξύλα, δοκάρια που προβάλλουν, προεξέχουν σαν λαβές σε [[κάθε]] [[πλευρά]] του μπροστινού μέρους του πλοίου· από [[εκεί]] ρίχνονταν οι άγκυρες· δοκάρια που προεξέχουν του «τόξου» του πλοίου και χρησιμοποιούνται στην [[ανέλκυση]] της άγκυρας, σε Ευρ., Θουκ. | |lsmtext='''ἐπωτίδες:''' αἱ ([[οὖς]]), ξύλα, δοκάρια που προβάλλουν, προεξέχουν σαν λαβές σε [[κάθε]] [[πλευρά]] του μπροστινού μέρους του πλοίου· από [[εκεί]] ρίχνονταν οι άγκυρες· δοκάρια που προεξέχουν του «τόξου» του πλοίου και χρησιμοποιούνται στην [[ανέλκυση]] της άγκυρας, σε Ευρ., Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπωτίδες:''' αἱ мор. эпотиды, «торчащие как уши» (брусья по обе стороны носовой части корабля; они использовались для нанесения таранных ударов и для предохранения от них, а тж. для подвешивания якорей) Eur., Thuc., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 31 December 2018
English (LSJ)
αἱ, (οὖς)
A beams projecting like ears on each side of a ship's bows, whence the anchors were let down, cat-heads, used also as an armament, E.IT1350, Th.7.34,36, Str.3.1.4, D.S.17.115 : later in sg., App.BC5.107.
German (Pape)
[Seite 1016] αἱ, Hölzer, die zu beiden Seiten des Vordertheils der Kriegsschiffe wie Ohren (ὦτα) abstanden u. beim Angriff sowohl den Stoß der feindlichen Schiffe hinderten, als den der eigenen verstärkten, τὰς ἐπωτίδας ἐπέθεσαν ταῖς πρώραις παχείας Thuc. 7, 36, vgl. 34; sie dienten auch zur Befestigung der Anker, οἱ δ' ἐπωτίδων ἀγκύραν ἐξανῆπτον Eur. I. T 1350; vgl. noch Strab. III, 138; D. Sic. 17, 115; D. Cass. 49, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωτίδες: -αἱ, (οὖς) δοκοὶ ἐξέχουσαι ὡς ὦτα ἑκατέρωθεν τοῦ προσθίου μέρους τοῦ πλοίου, ὁπόθεν ἐρρίπτοντο αἱ ἄγκυραι, Εὐρ. Ι. Τ. 1350· ἐνίοτε ἰσχυροποιούμεναι ὅπως ἀνθίστανται εἰς τὴν προσβολὴν ἐχθρικοῦ πλοίου, Θουκ. 7. 34, 36, ἔνθα ἴδε Arnold., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 3, Φιλόστρ. τ. 2, σ. 322, 17 ἔκδ. Kayser, πρβλ. Στράβ. 138, Διόδ. 17. 115: - ἑνικ. ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 107. 2) λαβὶς ποτηρίου, Σχόλ. εἰς Κλήμ. 788C.
French (Bailly abrégé)
ίδων (αἱ) :
oreillettes de la proue.
Étymologie: ἐπί, οὖς.
Greek Monotonic
ἐπωτίδες: αἱ (οὖς), ξύλα, δοκάρια που προβάλλουν, προεξέχουν σαν λαβές σε κάθε πλευρά του μπροστινού μέρους του πλοίου· από εκεί ρίχνονταν οι άγκυρες· δοκάρια που προεξέχουν του «τόξου» του πλοίου και χρησιμοποιούνται στην ανέλκυση της άγκυρας, σε Ευρ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωτίδες: αἱ мор. эпотиды, «торчащие как уши» (брусья по обе стороны носовой части корабля; они использовались для нанесения таранных ударов и для предохранения от них, а тж. для подвешивания якорей) Eur., Thuc., Diod.