ἐπικτείνω: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικτείνω:''' μέλ. -[[κτενῶ]], [[σκοτώνω]] [[επιπλέον]] ή [[ξανά]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπικτείνω:''' μέλ. -[[κτενῶ]], [[σκοτώνω]] [[επιπλέον]] ή [[ξανά]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικτείνω:''' <b class="num">1)</b> (сверх того) убивать: οἵ τε κείμενοι νεκροὶ [[ἤδη]] καὶ οἱ ἐπικτεινόμενοι Plut. как уже убитые, так и умирающие;<br /><b class="num">2)</b> еще раз (вторично) убивать: τίς ἀλκὴ τὸν θανόντα ἐ.; Soph. что за геройство убивать убитого?
}}
}}

Revision as of 20:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικτείνω Medium diacritics: ἐπικτείνω Low diacritics: επικτείνω Capitals: ΕΠΙΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: epikteínō Transliteration B: epikteinō Transliteration C: epikteino Beta Code: e)piktei/nw

English (LSJ)

   A kill besides or again, τὸν θανόντ' ἐ. slay the slain anew, S.Ant.1030; f.l. for ἔτι κτ-, Plu.Caes.46.

German (Pape)

[Seite 954] (s. κτείνω), noch dazu, zum zweiten Male tödten, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ' ἐπικτανεῖν Soph. Ant. 1017; τοὺς κειμένους νεκροὺς ἤδη καὶ τοὺς ἐπικτεινομένους Plut. Caes. 46, u. die noch dazu getödtet werden.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικτείνω: ἀποκτείνω πάλιν, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν, κτανεῖν ἐκ νέου, Σοφ. Ἀντ. 1030, πρβλ. Πλουτ. Κάσ. 46.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπικτενῶ;
1 tuer sur ou par-dessus;
2 tuer encore.
Étymologie: ἐπί, κτείνω.

Greek Monolingual

ἐπικτείνω (Α)
σκοτώνω ξανά («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῑν;» — τί παλληκαριά είναι να σκοτώσεις ξανά τον νεκρό; Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπικτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον ή ξανά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικτείνω: 1) (сверх того) убивать: οἵ τε κείμενοι νεκροὶ ἤδη καὶ οἱ ἐπικτεινόμενοι Plut. как уже убитые, так и умирающие;
2) еще раз (вторично) убивать: τίς ἀλκὴ τὸν θανόντα ἐ.; Soph. что за геройство убивать убитого?