θωπεία: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
mNo edit summary
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θωπεία:''' ἡ, [[κολακεία]], υπερβολική [[περιποίηση]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''θωπεία:''' ἡ, [[κολακεία]], υπερβολική [[περιποίηση]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θωπεία:''' ἡ преимущ. pl. лесть (ὑπερβαλεῖν τινα θωπείαις Arph.): θωπείᾳ λέγειν τι Eur. говорить что-л. из лести; θωπεῖαι λόγων Plat. льстивые речи; θωπεῖαι κολακικαί Plat. вкрадчивая лесть, заискивание.
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωπεία Medium diacritics: θωπεία Low diacritics: θωπεία Capitals: ΘΩΠΕΙΑ
Transliteration A: thōpeía Transliteration B: thōpeia Transliteration C: thopeia Beta Code: qwpei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A flattery, E.Or.670, Jul.Or.3.102c, etc.: pl., Ar.Eq. 890; θωπεῖαι λόγων Pl.Lg.906b; θωπεῖαι κολακικαί ib.633d.

German (Pape)

[Seite 1230] ἡ, die Schmeichelei; Eur. Or. 869; Ar. Equ. 887; λόγων Plat. Legg. X, 908 b, öfter, immer im plur.; von Pferden, θωπείας καὶ θεραπείας δεόμενοι Xen. Hipp. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θωπεία: ἡ, (θωπεύω) κολακεία, περιποίησις ὑπερβολική, Εὐρ. Ὀρ. 670, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887 (ἐν τῷ πληθ.)˙ οὕτω, θωπεῖαι λόγων Πλάτ. Νόμ. 906Β˙ θ. κολακικαὶ αὐτόθι 633D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
caresse, flatterie.
Étymologie: θωπεύω.

Greek Monolingual

ἡ (Α θωπεία) θωπεύω
1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα
2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες»).

Greek Monotonic

θωπεία: ἡ, κολακεία, υπερβολική περιποίηση, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θωπεία: ἡ преимущ. pl. лесть (ὑπερβαλεῖν τινα θωπείαις Arph.): θωπείᾳ λέγειν τι Eur. говорить что-л. из лести; θωπεῖαι λόγων Plat. льстивые речи; θωπεῖαι κολακικαί Plat. вкрадчивая лесть, заискивание.