καθαιμάσσω: Difference between revisions
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθαιμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταματώνω]], [[ραντίζω]] ή [[κηλιδώνω]] με [[αίμα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''καθαιμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[καταματώνω]], [[ραντίζω]] ή [[κηλιδώνω]] με [[αίμα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθαιμάσσω:''' (aor. καθῄμαξα)<br /><b class="num">1)</b> обагрять кровью Aesch.: [[τήβεννος]] καθῃμαγμένη Plut. окровавленная тога;<br /><b class="num">2)</b> разбивать в кровь (σκήπτρῳ [[κάρα]] τινός Eur.);<br /><b class="num">3)</b> ранить до крови, окровавливать (τὰς γνάθους Plat.; [[χρόα]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A make bloody, sprinkle or stain with blood, τινα A.Eu.450; χρόα, δέρην, E.Hec.1126, Or.1527; σκήπτρῳ κ. κάρα Id.Andr.588; τὴν γλῶτταν Pl.Phdr.254e.
German (Pape)
[Seite 1279] mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καθαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάθους καθῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.
Greek (Liddell-Scott)
καθαιμάσσω: μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, ῥαντίζω ἢ κηλιδώνω μὲ αἷμα, «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· χρόα, δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε.
French (Bailly abrégé)
ao. καθῄμαξα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱμάσσω.
Greek Monolingual
(Α καθαιμάσσω)
καθιστώ αιματηρό, ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, ραντίζω ή βάφω κάτι με αίμα («καθαιμάσσειν γλῶτταν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμάσσω «ματώνω»].
Greek Monotonic
καθαιμάσσω: μέλ. -ξω, καταματώνω, ραντίζω ή κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαιμάσσω: (aor. καθῄμαξα)
1) обагрять кровью Aesch.: τήβεννος καθῃμαγμένη Plut. окровавленная тога;
2) разбивать в кровь (σκήπτρῳ κάρα τινός Eur.);
3) ранить до крови, окровавливать (τὰς γνάθους Plat.; χρόα Eur.).