κατάρτισις: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(nl) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατάρτισις -εως, ἡ [καταρτίζω] opleiding; verbetering. | |elnltext=κατάρτισις -εως, ἡ [καταρτίζω] opleiding; verbetering. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάρτῐσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> руководство, управление, воспитание (κ. καὶ [[παιδεία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> исправление, (у)совершенствование NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A restoration, 2 Ep.Cor.13.9. II training, discipline, Plu.Alex.7. III = καταρτισμός 11, Paul.Aeg.6.99.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, das Einrichten, Zurechtmachen, Wiederherstellen, καὶ παιδεία Plut. Them. 2, vgl. Alex. 7.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρτῐσις: -εως, ἡ, ἐπανόρθωσις, Β’ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 9. ΙΙ. γύμνασις ἵππων, Πλουτ. Θεμιστ. 2 (ἀλλ. κατάρτυσις)· παίδευσις, παιδεία, ἀγωγή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
bonne direction.
Étymologie: καταρτίζω.
English (Strong)
from καταρτίζω; thorough equipment (subjectively): perfection.
English (Thayer)
καταρτισεως, ἡ (καταρτίζω, which see), a strengthening, perfecting, of the soul (Vulg. consummatio): a training, disciplining, instructing, Plutarch, Themistius, 2,7 (variant); Alex. 7,1.)
Greek Monotonic
κατάρτῐσις: -εως, ἡ,
I. επανόρθωση, σε Καινή Διαθήκη
II. εκπαίδευση, αγωγή, πειθαρχία, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρτισις -εως, ἡ [καταρτίζω] opleiding; verbetering.
Russian (Dvoretsky)
κατάρτῐσις: εως ἡ1) руководство, управление, воспитание (κ. καὶ παιδεία Plut.);
2) исправление, (у)совершенствование NT.