κατόμνυμι: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατόμνῡμι:''' μέλ. <i>-ομοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ώμοσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιβεβαιώνω]] με όρκο, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., ορκίζομαι ότι..., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[φέρνω]] σε [[μαρτυρία]], [[ορκίζω]], <i>τὴν ἐμὴν ψυχήν</i>, σε Ευρ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> στην Μέσ. επίσης, με γεν., [[παίρνω]] όρκο [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]] ενόρκως, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κατόμνῡμι:''' μέλ. <i>-ομοῦμαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ώμοσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιβεβαιώνω]] με όρκο, <i>τί τινι</i>, σε Αριστοφ.· με απαρ., ορκίζομαι ότι..., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[φέρνω]] σε [[μαρτυρία]], [[ορκίζω]], <i>τὴν ἐμὴν ψυχήν</i>, σε Ευρ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> στην Μέσ. επίσης, με γεν., [[παίρνω]] όρκο [[εναντίον]] κάποιου, [[κατηγορώ]] ενόρκως, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατόμνῡμι:''' тж. med. подтверждать клятвой, клясться: κατόμοσόν [[νυν]] ταυτά μοι Arph. поклянись же мне в этом; τὴν ἐμὴν ψυχὴν κ. Eur. клянусь своей душой; ὁ [[Λευτυχίδης]] κατόμνυται Δημαράτου Her. Леотихид под присягой обвиняет Демарата. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. -ώμοσα E.Hel.835:—
A confirm by oath, τινί τι Ar.Av. 444. 2 c.acc., call to witness, swear by, τὴν ἐμὴν ψυχήν E.Or.1517 (troch.), etc.; κ. τὼ θεώ Ar.Ec.158: c. dupl. acc., ἁγνὸν ὅρκον σὸν κάρα κατώμοσα E.Hel.l.c.: c.gen., κ. τῆς κεφαλῆς Anon. ap. Suid. 3 swear, c.inf., IG12(9).1273.1 (Eretria, vi B.C.). II Med. = Act., tender an oath, Antipho Soph.Oxy.1364.140, Arist.Rh.1377a16, PMagd.26.13 (iii B.C.); swear by, τοὺς θεούς Aristaenet.2.20: c.acc. et inf., D.39.4, cf. Paus.6.18.3. 2 c.dat., take an oath against, accuse on oath, Hdt.6.65 (gen. as v.l.): abs., ib.69.
German (Pape)
[Seite 1403] (s. ὄμνυμι), beschwören, durch einen Eid bekräftigen; τινί τι, Ar. Av. 447; τὼ θεὼ κατώμοσας, du hast bei ihnen geschworen, sie als Zeugen des Eides angerufen, Eccl. 158; Πέλοπα κατόμνυμι Eur. I. A. 473; τὴν ἐμὴν ψυχήν Or. 1517; ὅρκον I. T. 790; mit doppeltem accus., ἅγιον ὅρκον σὸν κάρα κατώμοσα Hel. 841; Sp. auch c. gen., τῆς κεφαλῆς, beim Haupte, Suid.; absolut, Ar. Ran. 305. – Med. sich mit einem Eide binden, schwören, κατωμνύμην φαμένη αὐτὸν οὐ καλῶς ποιέειν Her. 6, 69; τοῦ Δημαρήτου 6, 65, gegen den Demaratus, d. h. ihn anklagen; öfter bei Paus. Vom Klägereide, Dem. τὸν ἀδελφὸν κατωμόσατο ἐκ τοῦ πατρὸς εἶναι τοῦ ἐμοῦ 39, 4. Auch κατόμνυσθε τοὺς θεούς, Aristaen. 2, 20. Bei Synes. im Ggstz von ἀπόμνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κατόμνῡμι: μέλλ. -ομοῦμαι: ἀόρ. -ώμοσα·- βεβαιῶ δι’ ὅρκου, τινί τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 444· μετ’ ἀπαρ., ὁρκίζομαι ὅτι…, Δημ. 995. 24· ἀντίθετ. τῷ ἀπομνύναι, Συνεσ. Ἐπιστ. 153. 2) μετ’ αἰτιατ., ἐπικαλοῦμαι ὡς μάρτυρα, ὁρκίζομαι εἴς τι, τὴν ἐμὴν ψυχήν Εὐρ. Ὀρ. 1517, κτλ.· κατ. τὼ θεώ, Λατιν. jurare deos, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 158· κατ. ὅρκον Εὐρ. Ι. Τ. 790·- μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἁγνὸν ὅρκον σὸν κάρα κατώμοσα Εὐρ. Ἑλ. 835·- ὡσαύτως μετὰ γεν., κ. τῆς κεφαλῆς παρὰ Σουΐδ. II. Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 29· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Δημ. 995. 24. 2) μετὰ γεν., δίδω ὅρκον ἐναντίον τινός, κατηγορῶ ἐνόρκως, Ἡρόδ. 6. 65.
French (Bailly abrégé)
f. κατομοῦμαι, ao. κατώμοσα, pf. κατομώμοκα;
jurer :
1 affirmer par serment : ὅρκον EUR confirmer par un serment;
2 prendre à témoin avec serment : τινα jurer par qqn;
Moy. κατόμνυμαι;
1 jurer, càd affirmer par serment;
2 accuser sous la foi d’un serment, gén..
Étymologie: κατά, ὄμνυμι.
Greek Monolingual
κατόμνυμι (ΑΜ)
διαβεβαιώ ενόρκως («κατόμοσόν νυν ταῡτά μοι», Αριστοφ.)
αρχ.
1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα («τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσα», Ευρ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) ορκίζομαι, εκφέρω όρκο
3. μέσ. κατόμνυμαι
κατηγορώ κάποιον ενόρκως («ὁ Λευτυχίδης κατόμνυται Δημαράτῳ», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄμνυμι «ορκίζομαι»].
Greek Monotonic
κατόμνῡμι: μέλ. -ομοῦμαι, αόρ. αʹ -ώμοσα·
I. 1. επιβεβαιώνω με όρκο, τί τινι, σε Αριστοφ.· με απαρ., ορκίζομαι ότι..., σε Δημ.
2. με αιτ., φέρνω σε μαρτυρία, ορκίζω, τὴν ἐμὴν ψυχήν, σε Ευρ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Δημ.
II. στην Μέσ. επίσης, με γεν., παίρνω όρκο εναντίον κάποιου, κατηγορώ ενόρκως, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατόμνῡμι: тж. med. подтверждать клятвой, клясться: κατόμοσόν νυν ταυτά μοι Arph. поклянись же мне в этом; τὴν ἐμὴν ψυχὴν κ. Eur. клянусь своей душой; ὁ Λευτυχίδης κατόμνυται Δημαράτου Her. Леотихид под присягой обвиняет Демарата.