μητρυιά: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητρυιά:''' Δωρ. μᾱτρ-, <i>-ᾶς</i>, Ιων. [[μητρυιή]], -ῆς, ἡ, [[μητριά]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· η [[σκληρότητα]] των μητριών ήταν [[παροιμιώδης]] (πρβλ. Λατ. injusta [[noverca]]), από όπου, μεταφ., μητρυιὰ [[νεῶν]], λέγεται για επικίνδυνη [[ακτή]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μητρυιά:''' Δωρ. μᾱτρ-, <i>-ᾶς</i>, Ιων. [[μητρυιή]], -ῆς, ἡ, [[μητριά]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· η [[σκληρότητα]] των μητριών ήταν [[παροιμιώδης]] (πρβλ. Λατ. injusta [[noverca]]), από όπου, μεταφ., μητρυιὰ [[νεῶν]], λέγεται για επικίνδυνη [[ακτή]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητρυιά:''' эп.-ион. [[μητρυιή]], дор. [[ματρυιά|μᾱτρυιά]] ἡ мачеха Hom., Hes., Her. etc.
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρυιά Medium diacritics: μητρυιά Low diacritics: μητρυιά Capitals: ΜΗΤΡΥΙΑ
Transliteration A: mētryiá Transliteration B: mētruia Transliteration C: mitryia Beta Code: mhtruia/

English (LSJ)

Dor. ματρ-, ᾶς, Ion. μητρυιή, ῆς, ἡ, Aeol. ματροία IG 12(2).257.6 (Lesbos):—

   A stepmother, Il. 13.697, Pi.P.4.162, E.Alc.305, Pl.Lg.930b, etc.    2 metaph., from the proverbial unkindness of stepmothers, Is. 12.5; ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ., i. e. not only in name, but in reality, Hdt.4.154; ἀλλότε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἀλλότε μήτηρ, of unlucky and lucky days, Hes.Op.825; μ. νεῶν, of a dangerous coast, A.Pr.727; τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ' ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας (sc. τῆς Ἀττικῆς) Pl.μχ. 237b, cf. Plu.2.201e. (Cf. Arm. mauru 'stepmother', OE. módrie 'mother's sister'.)

German (Pape)

[Seite 180] ἡ, ion. u. ep. μητρυιή, die Stiefmutter, Hom. Il. 5, 70 u. öfter, u. Folgde; Pind. P. 4, 162 in dor. Form ματρυιά; Aesch. Prom. 729; Eur. oft; Her. 4, 154; Plat. Legg. II, 672 e u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μητρυιά: Δωρ. -ματρ-, ᾶς, Ἰων. μητρυιή, ῆς, ἡ˙ - ὡς καὶ νῦν, Ἰλ., κτλ.˙ ἡ κακία καὶ σκληρότης τῶν μητρυιῶν ἦτο παροιμιώδης (πρβλ. τὸ Λατ. injusta noverca), ἐδικαίευ εἶναι καὶ τῷ ἔργῳ μ., δηλ. οὐ μόνον λόγῳ ἀλλὰ καὶ πράγματι, Ἡρόδ. 4. 154˙ ὡσαύτως, ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ, ἐπὶ ἀτυχῶν καὶ τυχηρῶν ἡμερῶν, «ἐπειδὴμήτηρ ἤπιος, ἡ δὲ μητρυιὰ κακή, εἶπεν, αἱ μὲν τῶν ἡμερῶν εἰσι μητέρες, ὡς ἂν ἀγαθαί, αἱ δὲ μητρυιαί, ὡς ἂν κακαὶ» (Σχόλ. Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 823˙ φεύγετε μητρυιῆς καὶ τάφον οἱ πρόγονοι Ἀνθ. Π. 9. 67˙ μητρυιαὶ προγόνοισιν ἀεὶ κακὸν αὐτόθι 68˙ - μεταφορ., μ. νεῶν, ἐπὶ κινδυνώδους ἀκτῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 727˙ οὕτω περὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἀττικῆς ὡς γεννηθέντων ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀττ. γῆς λέγεται: τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ’ ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας Πλάτ. Μενέξ. 237Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 201Β, Velleius Paterculus (Λατ. Ἱστορικ.) 2. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ion. –ή, ῆς (ἡ) :
belle-mère, marâtre.
Étymologie: μήτηρ.

Greek Monolingual

μητρυιά, ἡ (ΑΜ)
βλ. μητριά.

Greek Monotonic

μητρυιά: Δωρ. μᾱτρ-, -ᾶς, Ιων. μητρυιή, -ῆς, ἡ, μητριά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· η σκληρότητα των μητριών ήταν παροιμιώδης (πρβλ. Λατ. injusta noverca), από όπου, μεταφ., μητρυιὰ νεῶν, λέγεται για επικίνδυνη ακτή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μητρυιά: эп.-ион. μητρυιή, дор. μᾱτρυιά ἡ мачеха Hom., Hes., Her. etc.