μήρυμα: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(25) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[μήρυμα]] και [[μήρυσμα]] και [[μήρυγμα]]) [[μηρύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) το [[τύλιγμα]] καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σπείρωμα]] καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο και [[ιδίως]] το [[σπείρωμα]] χορδής<br /><b>2.</b> [[δέμα]] συνεστραμμένων χορδών<br /><b>3.</b> νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές<br /><b>4.</b> [[νηματοειδής]] [[διάταξη]] ύλης<br /><b>5.</b> [[σχοινιά]] πλοίου<br /><b>6.</b> [[έμβολο]] σχοινιού<br /><b>7.</b> [[σπείρα]] φιδιού<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[έκταση]], [[μήκος]]. | |mltxt=το (Α [[μήρυμα]] και [[μήρυσμα]] και [[μήρυγμα]]) [[μηρύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) το [[τύλιγμα]] καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σπείρωμα]] καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο και [[ιδίως]] το [[σπείρωμα]] χορδής<br /><b>2.</b> [[δέμα]] συνεστραμμένων χορδών<br /><b>3.</b> νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές<br /><b>4.</b> [[νηματοειδής]] [[διάταξη]] ύλης<br /><b>5.</b> [[σχοινιά]] πλοίου<br /><b>6.</b> [[έμβολο]] σχοινιού<br /><b>7.</b> [[σπείρα]] φιδιού<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[έκταση]], [[μήκος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήρῡμα:''' и [[μήρυγμα]], ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων [[μαλακά]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is drawn out: strand of gut, Ph.Bel. 65.33; skein of such strands, Hero Bel.81.14; thread, Poll.7.29; μηρύματα λίθων, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, J.BJ4.8.4; of ship's cordage, Plu.Cic.47; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. Aët.7.53; kink in a string, Hero Aut.2.11. II a serpent's coil or trail, δολιχῷ μ. γαστρός Nic.Th.160, 265 (μηρύγματι codd., cf. Hsch., Cyr.).
German (Pape)
[Seite 178] τό, = μήρυγμα, bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so κάταγμα οἰός.
Greek (Liddell-Scott)
μήρῡμα: τό, κεκλωσμένον πρᾶγμα, κλωστή, Πολυδ. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ σπεῖρα τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς μήρυγμα.
French (Bailly abrégé)
mieux que μήρυγμα;
ατος (τό) :
déroulement des fils d’une trame.
Étymologie: μηρύω.
Greek Monolingual
το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) μηρύομαι
νεοελλ.
1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο
2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές
αρχ.
1. καθετί το συνεστραμμένο και ιδίως το σπείρωμα χορδής
2. δέμα συνεστραμμένων χορδών
3. νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές
4. νηματοειδής διάταξη ύλης
5. σχοινιά πλοίου
6. έμβολο σχοινιού
7. σπείρα φιδιού
8. (για χρόνο) έκταση, μήκος.
Russian (Dvoretsky)
μήρῡμα: и μήρυγμα, ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων μαλακά Plut.).