μονώψ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονώψ:''' Ιων. [[μουνώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ, [[μονόφθαλμος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''μονώψ:''' Ιων. [[μουνώψ]], -ῶπος, ὁ, ἡ, [[μονόφθαλμος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονώψ:''' ион. [[μουνώψ]], ῶπος adj. одноглазый ([[Κύκλωψ]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώψ Medium diacritics: μονώψ Low diacritics: μονώψ Capitals: ΜΟΝΩΨ
Transliteration A: monṓps Transliteration B: monōps Transliteration C: monops Beta Code: monw/y

English (LSJ)

ῶπος (on the accent cf. Hdn.Gr.1.247), Ion. μουνώψ, ὁ, ἡ,

   A one-eyed, of the Cyclopes, E.Cyc.21,648; μουνῶπα στρατόν, of the Arimaspi, A.Pr. 804: neut. pl. μονῶπα Call.Fr.28.2P.    2 μόνωψ, ὁ, bandage for one eye, Heliod. ap. Orib.48.41 tit.

German (Pape)

[Seite 206] ῶπος, einäugig, poet.; μουνῶπα στρατὸν Ἀριμασπόν, Aesch. Prom. 806; von den Kyklopen, Eur. Cycl. 21. 644 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονώψ: -ῶπος, (οὐχὶ μόνωψ. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. τυφλώψ), Ἰων. μουνώψ, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. μονόμματος. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’un œil.
Étymologie: μόνος, ὤψ.

Greek Monolingual

μονώψ, -ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωψ / -ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν-ώψ].

Greek Monotonic

μονώψ: Ιων. μουνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονώψ: ион. μουνώψ, ῶπος adj. одноглазый (Κύκλωψ Eur.).