ξηραντικός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(27)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ξηραντικός]], -ή, -όν) [[ξηραίνω]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]], τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να ξηραίνει, [[αποξηραντικός]], [[στεγνωτικός]] («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξηραντικά</i><br />(ενν. [[μέσα]]) <b>χημ.</b> ουσίες που προστίθενται σε διάφορα προϊόντα και επιταχύνουν τη [[διαδικασία]] ξήρανσής τους στον αέρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξηραντικόν</i><br />η [[δυνατότητα]] ή η [[ικανότητα]] για [[ξήρανση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξηραντικῶς</i> (Α)<br />με [[αποξήρανση]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ξηραντικός]], -ή, -όν) [[ξηραίνω]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]], τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να ξηραίνει, [[αποξηραντικός]], [[στεγνωτικός]] («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξηραντικά</i><br />(ενν. [[μέσα]]) <b>χημ.</b> ουσίες που προστίθενται σε διάφορα προϊόντα και επιταχύνουν τη [[διαδικασία]] ξήρανσής τους στον αέρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξηραντικόν</i><br />η [[δυνατότητα]] ή η [[ικανότητα]] για [[ξήρανση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξηραντικῶς</i> (Α)<br />με [[αποξήρανση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξηραντικός:''' быстро сохнущий или быстро высушивающий (τὸ τῆς θαλάσσης [[ὕδωρ]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηραντικός Medium diacritics: ξηραντικός Low diacritics: ξηραντικός Capitals: ΞΗΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: xērantikós Transliteration B: xērantikos Transliteration C: ksirantikos Beta Code: chrantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A causing to dry up, c.gen., πνεύμονος Hp.Acut. 16,22 : abs., ξ. [χυλός] Thphr.CP6.1.3 ; ξ. δίαιτα Diocl.Fr.141, cf. Arist.Pr.925a34 (Comp.) ; ξ. δύναμις Dsc.1.13. Adv. -κῶς by drying. Herod.Med. ap. Orib.5.28.23.

German (Pape)

[Seite 279] trocknend, Plut. Qu. Nat. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα τοῦ ξηραίνειν, τινος Ἱππ. 386. 2., 387· 25· ἀπολ., Ἀριστ. Προβλ. 29. 22, 2, Διοσκ. 1. 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui dessèche, qui rend sec.
Étymologie: ξηραίνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ξηραντικός, -ή, -όν) ξηραίνω
αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά
(ενν. μέσα) χημ. ουσίες που προστίθενται σε διάφορα προϊόντα και επιταχύνουν τη διαδικασία ξήρανσής τους στον αέρα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ξηραντικόν
η δυνατότητα ή η ικανότητα για ξήρανση.
επίρρ...
ξηραντικῶς (Α)
με αποξήρανση.

Russian (Dvoretsky)

ξηραντικός: быстро сохнущий или быстро высушивающий (τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ Plut.).