ὁμόφοιτος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμόφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που πορεύεται προς το [[μέρος]] κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὁμόφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που πορεύεται προς το [[μέρος]] κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόφοιτος:''' идущий рядом, сопровождающий, сопутствующий (τινος Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A going by the side of, τινος Pi.N.8.33 (cf. Phld.Acad.Ind.p.52 M.), Nonn.D.5.122, etc.
German (Pape)
[Seite 341] zusammengehend, der Begleiter, αἱμύλων μύθων, Pind. N. 8, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφοιτος: -ον, ὁ πλησίον τινὸς πορευόμενος, τινος Πινδ. Ν. 8. 56, Νόνν. Δ. 5. 122, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va d’ordinaire avec ; qui accompagne, gén..
Étymologie: ὁμός, φοιτάω.
English (Slater)
ὁμόφοιτος, -ον
1 fellow traveller πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος (N. 8.33)
Greek Monolingual
ὁμόφοιτος, -ον (Α)
αυτός που πορεύεται μαζί με κάποιον, που συνοδεύει κάποιον, ο συνοδός, ο ακόλουθος («αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φοιτος (< φοιτώ), πρβλ. πολύ-φοιτος].
Greek Monotonic
ὁμόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που πορεύεται προς το μέρος κάποιου άλλου, με γεν., σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόφοιτος: идущий рядом, сопровождающий, сопутствующий (τινος Pind.).