ὀρθίασμα: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρθίασμα:''' -ατος, τό, [[υψηλός]] [[τόνος]] φωνής· στον πληθ., υψηλοί προστακτικοί τόνοι, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀρθίασμα:''' -ατος, τό, [[υψηλός]] [[τόνος]] φωνής· στον πληθ., υψηλοί προστακτικοί τόνοι, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρθίασμα:''' ατος τό крик, окрик Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A a high pitch of voice: in pl., loud commanding tones, Ar.Ach.1042.
German (Pape)
[Seite 373] τό, die laut erhobene Stimme, der Ruf, Schrei, Ar. Ach. 1006.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθίασμα: τό, ὑψηλός τόνος φωνῆς· ἐν τῷ πληθυντ., διαταγαὶ μεγαλοφώνως διδόμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1042.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
parole ou appel d’une voix criarde, cri aigu.
Étymologie: ὀρθιάζω.
Greek Monolingual
ὀρθίασμα, τὸ (Α) ορθιάζω
1. υψηλός τόνος φωνής, ομιλία με δυνατή φωνή, κραυγή
2. στον πληθ. τὰ ὀρθιάσματα
διαταγές που δίνονται μεγαλοφώνως.
Greek Monotonic
ὀρθίασμα: -ατος, τό, υψηλός τόνος φωνής· στον πληθ., υψηλοί προστακτικοί τόνοι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθίασμα: ατος τό крик, окрик Arph.