παραπαφίσκω: Difference between revisions
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρᾰπᾰφίσκω:''' μόνο στον αόρ. βʹ <i>παρήπᾰφον</i>, [[παρασύρω]], [[αποπλανώ]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει ένα [[πράγμα]] με [[απάτη]] ή [[πανουργία]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''παρᾰπᾰφίσκω:''' μόνο στον αόρ. βʹ <i>παρήπᾰφον</i>, [[παρασύρω]], [[αποπλανώ]], σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., [[παρακινώ]] κάποιον να κάνει ένα [[πράγμα]] με [[απάτη]] ή [[πανουργία]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρᾰπᾰφίσκω:''' (только aor. [[παρήπαφον|παρήπᾰφον]]) склонять, соблазнять (τινά Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
only in aor. 2 παρήπᾰφον, Ep. for παραπατάω,
A mislead, παρά μ' ἤπαφε δαίμων Od.14.488, cf. Theoc.27.12, APl.5.361 ; μολπῇσι π. πέτρας Orph.A.704 ; cajole, δῶρα καὶ θεοὺς π. Trag.Adesp. 434 : c. inf., induce to do a thing by craft or fraud, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Il.14.360, cf. A.R.2.952.
German (Pape)
[Seite 492] (s. ἀπαφίσκω), wie das Vorige, verleiten, verlocken, durch List u. Betrug, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι, Il. 14, 360; παρά μ' ἤπαφε δαίμων, Od. 14, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 952; μολπῇσι πέτρας, Orph. Arg. 702; Schol. Hom. u. Hesych. erkl. παρέπεισεν.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰπᾰφίσκω: μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ παρήπᾰφον· - Ἐπικ. ἀντὶ παραπατάω: - παρασύρω, παραπλανῶ, παρά μ’ ἤπαφε δαίμων Ὀδ. Ξ. 488, κτλ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 952· - μετ’ ἀπαρ., δι’ ἀπάτης ἢ πανουργίας παραπείθω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἥρη δ’ ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Ἰλ. Ξ. 360, πρβλ. Θεόκρ. 27. 11.
French (Bailly abrégé)
ao.2 παρήπαφον;
persuader insidieusement de, inf..
Étymologie: παρά, ἀπαφίσκω.
English (Autenrieth)
aor. 2 παρήπαφεν: deceive, cheat, beguile, w. inf., Il. 14.360†.
Greek Monolingual
Α
1. εξαπατώ, αποπλανώ
2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο
3. θέλγω, γοητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»].
Greek Monotonic
παρᾰπᾰφίσκω: μόνο στον αόρ. βʹ παρήπᾰφον, παρασύρω, αποπλανώ, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., παρακινώ κάποιον να κάνει ένα πράγμα με απάτη ή πανουργία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰπᾰφίσκω: (только aor. παρήπᾰφον) склонять, соблазнять (τινά Hom.).