περικλυτός: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(nl) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι-κλυτός -ή -όν zeer beroemd; van zaken prachtig. | |elnltext=περι-κλυτός -ή -όν zeer beroemd; van zaken prachtig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικλῠτός:''' всем известный, славный, знаменитый ([[ἀοιδός]], [[ἄστυ]], ἔργα Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
[ή, όν, κλύω)
A famous, renowned, of Hephaestus, Il.1.607, Od.8.287, Hes.Th.571; of heroes, Il.11.104, 18.326; of a minstrel, Od.1.325,8.83, etc.; of places, ἄστυ π. 4.9, 16.170; of things, π. δῶρα, ἔργα, excellent, noble, Il.7.299, 6.324, cf. Orph.Fr.238, al.
German (Pape)
[Seite 580] eigtl. rings umher gehört, wovon man rings umher hört, weit und breit berühmt, ruhmvoll; Hephästus, Il. 1, 607 Od. 8, 287 u. öfter; υἱός, Il. 18, 326; ἀοιδός, Od. 1, 325. 8, 83, wo man es ohne Grund »weit tönend od. singend« übersetzen will; auch von Sachen, ἔργα, Il. 6, 324, δῶρα, 7, 299. 9, 121; bei Hes. stets Beiwort des Hephästus.
Greek (Liddell-Scott)
περικλῠτός: -ή, -όν, (κλύω) ὁ πανταχοῦ φημιζόμενος, περιώνυμος «ξακουσμένος», Λατ. inclytus, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 607, Ὀδ. Θ. 287· περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἡσ. Θεογ. 571, («περικλυτὸς ἔνδοξος περισσῶς καὶ λίαν ὠνομασμένος διὰ τὴν τέχνην» Ἡσύχ.)· ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 104, Σ. 326· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Δ. 325, Θ. 83, κτλ.· ἐπὶ τόπων, π. ἄστυ Δ. 9, Π. 170· ἐπὶ πραγμάτων, π. δῶρα, ἔργα, ἔξοχα, λαμπρά, Ἰλ. Ζ. 324, Η. 299, Ι. 121. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ τοῖς Βυζ. πεζογράφοις.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
renommé alentour, illustre.
Étymologie: περί, κλύω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(επικ. τ.)
1. (ιδίως για τον Ήφαιστο) αυτός του οποίου το όνομα ακούγεται παντού, περιώνυμος, ξακουστός
2. (για ήρωα) τρισένδοξος
3. (για αοιδό) ονομαστός για την τέχνη του
4. (για τόπο) περίφημος
5. (για πράγμ.) λαμπρός, έξοχος («δῶρα δ' ἄγ' ἀλλήλοισι περικλυτὰ δώομεν ἄμφω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλυτός «φημισμένος» (< κλύω «ακούω»), πρβλ. δουρι-κλυτός.
Greek Monotonic
περικλῠτός: -ή, -όν, ονομαστός παντού, ολόγυρα ξακουστός, φημισμένος, ένδοξος, Λατ. inclytus, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κλυτός -ή -όν zeer beroemd; van zaken prachtig.
Russian (Dvoretsky)
περικλῠτός: всем известный, славный, знаменитый (ἀοιδός, ἄστυ, ἔργα Hom.).