προσκολλάω: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολλάω]] [[επάνω]] ή σε — Παθ., κολλώμαι ή προσκολλώμαι σε, [[εμμένω]], σε Πλάτ., Κ.Δ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''προσκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κολλάω]] [[επάνω]] ή σε — Παθ., κολλώμαι ή προσκολλώμαι σε, [[εμμένω]], σε Πλάτ., Κ.Δ.· [[πρός]] τινα, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκολλάω:''' приклеивать, прилеплять (προσκολληθῆναι πρός τινα - v. l. τινι NT): προσκεκολλημένος Plat. тесно связанный. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A glue on or to, τι πρός τι Hp.Art.33:—Pass., generally, to be stuck to, stick or cleave to, Pl.Phd.82e, Lg.728b; ὑπὸ τοῦ αἵματος προσκολληθῆναι τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ J.AJ7.12.4; of a snail, τοῖς θαμνίσκοις π. Dsc.2.9; of a husband, π. τῇ γυναικί Ev.Matt.19.5, cf. LXX Ge.2.24, Ev.Marc.10.7, Ep.Eph.5.31; τοῖς ἐπαοιδοῖς LXX Le.19.31; ψυχαὶ π. θεῷ Ph.Fr.51 H. II intr. of style, to be compact, D.H.Dem.43.
German (Pape)
[Seite 770] daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προσκεκολλημένην, Plat. Phaed. 82 c, vgl. Legg. V, 728 b; übertr., daran hangen, Einem fest anhangen, ihm treu ergeben sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προσκολλάω: ὡς καὶ νῦν, κολλῶ τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· τὸ ξύλον τὸ (γ)ογγύλον (ἀποπε)ράναι καὶ προσκολλῆσαι Ραγκαβῆ Ἑλλην. Ἀρχ. σ. 88. ― Παθ., καθόλου, κολλῶμαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, ἐμμένω ἔν τινι, Πλάτ. Φαίδων 82Ε, Νόμ. 728Β· ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρ. τῇ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 5· πρὸς τὴν γ. Ἑβδ. (Γεν. Β΄, 24), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 7, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 31· ἴδε προσκλίνω ΙΓ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ συμπαγοῦς ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coller à, fixer solidement à ; Pass. être collé à, être fortement attaché à, τινι.
Étymologie: πρός, κολλάω.
English (Strong)
from πρός and κολλάω; to glue to, i.e. (figuratively) to adhere: cleave, join (self).
English (Thayer)
προσκόλλω: 1st aorist passive προσεκολλήθην; 1future passive προσκολληθήσομαι; the Sept. for דָּבַק; to glue upon, glue to (cf. πρός, IV:4); properly, Josephus, Antiquities 7,12, 4; tropical in the passive with a reflexive force, to join oneself to closely, cleave to, stick to (Plato): with the dative of a person ( (see προσκλίνω, 2); τῇ γυναικί, (others, κολληθήσεται, which see): L T Tr WH marginal reading; πρός τήν γυναῖκα (from R G Tr text; R G WH text (Cf. Winer's Grammar, § 52,4,14.)
Greek Monotonic
προσκολλάω: μέλ. -ήσω, κολλάω επάνω ή σε — Παθ., κολλώμαι ή προσκολλώμαι σε, εμμένω, σε Πλάτ., Κ.Δ.· πρός τινα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προσκολλάω: приклеивать, прилеплять (προσκολληθῆναι πρός τινα - v. l. τινι NT): προσκεκολλημένος Plat. тесно связанный.