Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτελέα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτελέα:''' Ιων. -έη, ἡ, [[φτελιά]], Λατ. [[ulmus]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πτελέα:''' Ιων. -έη, ἡ, [[φτελιά]], Λατ. [[ulmus]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πτελέα:''' ион. [[πτελέη]] ἡ вяз (Ulmus campestris) Hom., Hes., Arph., Arst. etc.
}}
}}

Revision as of 03:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτελέα Medium diacritics: πτελέα Low diacritics: πτελέα Capitals: ΠΤΕΛΕΑ
Transliteration A: pteléa Transliteration B: ptelea Transliteration C: ptelea Beta Code: ptele/a

English (LSJ)

Ion. πτελέ-η, ἡ,

   A elm, Ulmus glabra, Il.6.419, 21.242,350, Hes.Op.435, Ar.Nu.1008, Thphr.HP3.14.1, Dsc.1.84, etc.    II v. foreg.

German (Pape)

[Seite 807] ἡ, ion. πτελέη, die Ulme, Rüster; Il. 6, 419. 21, 242. 350; Hes. O. 437; Ar. Nubb. 995; sp. D., wie Trall. 3 (VI, 170), wie an der erst angeführten Stelle der Il. ein Grabbaum: Antiphil. 37 (VII, 141); u. in Prosa, Luc. D. Mar. 11, 2. – S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

πτελέα: Ἰων. -έη, ἡ, Λατ. ulmus campestris, ἔτι καὶ νῦν καλουμένη «φτεληά» ἐν Ἑλλάδι (Τουρκιστὶ καρὰ ἀγάτς, δηλ. μαῦρον δένδρον), Ἰλ. Ζ. 419, Φ. 242, 350, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1008, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ´, σ. 570.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
orme, arbre.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΑ, και πτελιά Ν, και ιων. τ. πτελέη και πελέα Α
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες, γνωστό σήμερα ως φτελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με επίθημα -έα (πιθ. < -εFᾱ, πρβλ. μυκην. pterewa / peterewa) που συνδέεται πιθ. με τη λ. πτέλας «κάπρος», ίσως επειδή ο κάπρος ζει μέσα στις φτελιές. Ο αρμ. τ. t'eli «φτελιά» πρέπει να θεωρηθεί δάνειο από την Ελληνική. Η εναλλαγή, τέλος, τών πτ- καί π- στην αρχή της λ. δεν σημαίνει ότι η λ. πρέπει να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, αλλά μάλλον ότι το αρκτικό πτ- του τ. οφείλεται σε διαφορετική προφορά του π- υπό την επίδραση φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. και πόλεμος / πτόλεμος, πόλις / πτόλις). Οι νεοελλ. τ. πτελιά / φτελιά έχουν σχηματιστεί από τον τ. πτελέα με συνίζηση (πρβλ. ιτέα: ιτιά, μηλέα: μηλιά), βλ. και λ. φτελιά].———————— (II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «σῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πτέλας.

Greek Monotonic

πτελέα: Ιων. -έη, ἡ, φτελιά, Λατ. ulmus, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πτελέα: ион. πτελέη ἡ вяз (Ulmus campestris) Hom., Hes., Arph., Arst. etc.