σκαιοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σκαιοσύνη -ης, ἡ [σκαιός] domheid. | |elnltext=σκαιοσύνη -ης, ἡ [σκαιός] domheid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκαιοσύνη:''' ἡ Soph. = [[σκαιότης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,= sq., S.OC1213 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 888] ἡ, = σκαιότης; Soph. O. C. 1215; Ar. bei Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σκαιοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Σοφ. Ο. Κ. 1213.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gaucherie, maladresse, grossièreté.
Étymologie: σκαιός.
Greek Monolingual
ἡ, Α σκαιός
1. έλλειψη ευγένειας και καλής διάθεσης στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου, σκαιότητα
2. ανοησία, μωρία
3. ηθική διαστροφή.
Greek Monotonic
σκαιοσύνη: ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαιοσύνη -ης, ἡ [σκαιός] domheid.
Russian (Dvoretsky)
σκαιοσύνη: ἡ Soph. = σκαιότης.