στέρνον: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέρνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[στήθος]], μπροστινό [[μέρος]] του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήθος]] ως [[έδρα]] των συναισθημάτων και των διαθέσεων, [[καρδιά]], σε Τραγ.
|lsmtext='''στέρνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> [[στήθος]], μπροστινό [[μέρος]] του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήθος]] ως [[έδρα]] των συναισθημάτων και των διαθέσεων, [[καρδιά]], σε Τραγ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέρνον:''' τό тж. pl. грудь Hom., Trag., Xen. etc.: στέρνων πληγαί Soph. удары в грудь (в знак скорби); [[Ἄρην]] Αἰτωλὸν ἐν στέρνοις ἔχειν Eur. иметь в груди воинственный дух этолийцев; [[οὕτω]] χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Soph. вот какими чувствами должна быть переполнена грудь.
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέρνον Medium diacritics: στέρνον Low diacritics: στέρνον Capitals: ΣΤΕΡΝΟΝ
Transliteration A: stérnon Transliteration B: sternon Transliteration C: sternon Beta Code: ste/rnon

English (LSJ)

τό,

   A breast, chest, in Hom. both in sg. and pl., always of males (στῆθος being used of both sexes), βάλε δουρὶ σ. ὑπὲρ μαζοῖο Il.4.528, cf. 2.479, etc.; κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσαι Od.5.346, cf. Pi. N.10.68, X.An.1.8.26: pl., εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Il.3.194; ἐν δέ τέ οἱ κραδίη . . στέρνοισι πατάσσει 13.282; σ. λαχνάεντα Pi.P.1.19; so in X., Cyr.1.2.13; παίσας εἰς τὰ σ . . . παῖδα ib.4.6.4; of horses, Il.23.365 (sg. in 508); of sheep, Od.9.443; in Trag. also of women, in sg., E.Hec.563; pl., μαστούς τ' ἔδειξε στέρνα θ' ib.560; στέρνων πλαγαί beating of the breast, S.El.90 (anap.); ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι Id.Aj.633 (lyr.); στέρν' ἄρασσε A.Pers.1054.    2 Poet., esp. Trag., also, the breast as the seat of the affections, heart, ἀνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν σ. οὐ μαλάσσεται S.Fr.195; τὸ σὸν μὴ σ. ἀλγύνοιμι Id.Tr.482: mostly in pl., ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα A.Ch.746, cf. S.Ph.792; οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν one ought to feel thus, Id.Ant.639; στέρνοις ἐγκαταθέσθαι τι Simon.(?)85; Ἄρη ἐν στέρνοις ἔχειν E.Ph.134; ἐξ εὐμενῶν σ. δέχεσθαί τινα S.OC487; οἷς πολιοῦχος ὑπὸ στέρνοις ἀρετά τε καὶ αἰδώς Isyll.16.    II metaph., στέρνα χθονός Suid., cf. Sch. S.OC691.    2 ὑπὸ στέρνοισι καμίνου in the heart of the fire, Nic. Th.924.—Rare in early Prose (v. supr.); found also in Medic., in signf. 1.1, Hp.Flat.10 (pl.), Sor.1.103, al., Gal.16.608, 18(2).65, al. (all sg.); τὰ σ. μαχαίρᾳ ἀνσχίσσαντα IG42(1).121.99 (Epid., iv B.C.); never in Arist. (f.l. for στενῶν in Pr.905b40).    III breastbone, Gal.2.592, UP6.8.

German (Pape)

[Seite 937] τό, die Brust, der breite, flach gewölbte Obertheil des menschlichen Körpers; bei Hom. von der Brust des Mannes; Ἀγαμέμνων στέρνον ἴκελος Ποσειδάωνι, Il. 2, 479; εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν, 3, 194; öfter so im plur.; βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, 4, 528; ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειεν, Brust od. Unterleib treffen, 13, 290; auch von der Brust des Pferdes, 23, 365. 508, und des Schafes, Od. 9, 443; λαχνάεντα, Pind. P. 1, 19; ἀμπνοὰ στέρνων, P. 3, 57; στέρν' ἄρασσε, Aesch. Pers. 1011; Ag. 76 u. öfter, immer im plur.; und so meist auch bei Soph. u. Eur.; auch übertr., wie unser Brust, Herz, τὸ σὸν μὴ στέρνον ἀλγύναιμι, Soph. Trach. 482; ἐξ εὐμενῶν στέρ νων δέχεσθαι τὸν ἱκέτην, O. C. 488; οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν, so gesinnt sein, Ant. 633. – Auch in Prosa, Xen., auch im plur. von einem Menschen, Cyr. 1, 2, 13. 2, 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

στέρνον: τό, τὸ στῆθος, τὸ ἔμπροσθεν μέρος τοῦ θώρακος (τοῦ σώματος), συχν. παρ’ Ὁμ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· καὶ ἀείποτε παρ’ αὐτῷ ἐπὶ ἀρρένων (τὸ δὲ στῆθος ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν φύλων), βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο Ἰλ. Δ. 528, κτλ.· κρήδεμνον ὑπὲρ στέρνοιο τανύσσαι Ὀδ. Ε. 346, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 127, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 26· καὶ ἐν τῷ πληθ., εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Ἰλ. Γ. 194· ἐν δέ τέ οἱ κραδίη .. στέρνοισι πατάσσει Ν. 282· στέρνα λαχνάεντα Πινδ. Π. 1. 34· ὡσαύτως ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ν. 365, 508· καὶ ἐπὶ προβάτων, Ὀδ. Ι. 443· - παρὰ Τραγικ. ὡσαύτως ἐπὶ γυναικῶν, ἐν τῷ ἑνικῷ, Σοφ. Τρ. 482, Εὐρ. Ἑκάβ. 563· ἐν τῷ πληθ., μαστούς τ’ ἔδειξε στέρνα θ΄ αὐτόθι 560· στέρνων πληγαί, ὡς τὸ Λατ. pl…ctus, Σοφ. Ἠλ. 90· ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 632· στέρν’ ἄρασσε Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054· πρβλ. στερνοτυπής· - ὁ Ξεν. χρῆται τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, Κύρ. 1. 2, 13· παίσας εἰς τὰ στέρνα .. παῖδα αὐτόθι 4. 6, 4. 2) παρὰ Τραγικ. ὡσαύτως ὡς τὸ στῆθος, στήθεα, θεωρουμένου τοῦ στήθους ὡς ἕδρας τῶν διαθέσεων καὶ ὁρμῶν, οἷον ἡ «καρδιά», ἀνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν στέρνον οὐ μαλάσσεται Σοφ. Ἀποσπ. 203· τὸ σὸν μὴ στ. ἀλγύνοιμι αὐτόθι 482· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα Αἰσχύλ. Χο. 746, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 792· οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν, οὕτω πρέπει νὰ αἰσθάνηταί τις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 639· στέρνοις ἐγκαταθέσθαι τι Σοφ. Ο. Κ. 487. ΙΙ. μεταφορ., στέρνα γῆς, χώρα εὐρεῖα καὶ ἠρέμα ἐξογκουμένη, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. στερνοῦχος. 2) ὑπὸ στέρνοισι καμίνου, ἐν τῷ κέντρῳ αὐτῆς, Νικ. Θηρ. 924. - Τὴν λέξιν ὀλίγον μεταχειρίζονται οἱ πεζογράφοι πλὴν τοῦ Ξενοφ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. 1 poitrine de l’homme et de la femme;
2 poitrail des chevaux, des brebis;
II. p. ext. poitrine comme siège du cœur, des sentiments, des affections ; cœur.
Étymologie: R. Στερ, étendre, déployer ; v. στόρνυμι, στορέννυμι, lat. sterno.

English (Autenrieth)

breast, chest.

English (Slater)

στέρνον (-ῳ; -ων, -α.)
   a chest, breast Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα λαχνάεντα (P. 1.19) χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν (join δἰ ἀμφοῖν στέρνων) (P. 3.57) ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος (N. 10.68)
   b met., breast, rise of land ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός (Pae. 4.14)

Greek Monotonic

στέρνον: τό,
1. στήθος, μπροστινό μέρος του θώρακα, τόσο σε ενικ. όσο και σε πληθ.
2. στήθος ως έδρα των συναισθημάτων και των διαθέσεων, καρδιά, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

στέρνον: τό тж. pl. грудь Hom., Trag., Xen. etc.: στέρνων πληγαί Soph. удары в грудь (в знак скорби); Ἄρην Αἰτωλὸν ἐν στέρνοις ἔχειν Eur. иметь в груди воинственный дух этолийцев; οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Soph. вот какими чувствами должна быть переполнена грудь.