συγκακοπαθέω: Difference between revisions
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκᾰκοπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμετέχω]] στις συμφορές κάποιου, [[δεινοπαθώ]] από κοινού, [[συμπάσχω]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συγκᾰκοπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμμετέχω]] στις συμφορές κάποιου, [[δεινοπαθώ]] από κοινού, [[συμπάσχω]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκακοπᾰθέω:''' вместе страдать NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A partake in sufferings, 2 Ep.Ti.1.8.
German (Pape)
[Seite 963] mit, zugleich, zusammen leiden, – auch mitleiden, mitempfinden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰκοπᾰθέω: μετέχω τῆς κακοπαθείας, τῶν παθημάτων τινός, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμόθ. α΄, 8· συμπάσχω, συμπαθῶ, τινι Βασίλ. ΙΙΙ, 208, κλπ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
souffrir avec, τινι.
Étymologie: σύν, κακοπαθέω.
English (Strong)
from σύν and κακοπαθέω; to suffer hardship in company with: be partaker of afflictions.
English (Thayer)
(T WH συνκακοπαθέω (cf. σύν, II. at the end)), συγκακοπάθω: 1st aorist imperative συγκακοπάθησον; (see κακοπαθέω); to suffer hardships together with one: L T Tr WH; with a dative commodi added, τῷ εὐαγγελίῳ for the benefit of the gospel, to further it, 2 Timothy 1:8. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monotonic
συγκᾰκοπᾰθέω: μέλ. -ήσω, συμμετέχω στις συμφορές κάποιου, δεινοπαθώ από κοινού, συμπάσχω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συγκακοπᾰθέω: вместе страдать NT.