σύμφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύμφθογγος:''' -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε [[συμφωνία]], [[ομόηχος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σύμφθογγος:''' -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε [[συμφωνία]], [[ομόηχος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμφθογγος:''' согласно звучащий, стройный ([[χορός]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 04:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφθογγος Medium diacritics: σύμφθογγος Low diacritics: σύμφθογγος Capitals: ΣΥΜΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: sýmphthongos Transliteration B: symphthongos Transliteration C: symfthoggos Beta Code: su/mfqoggos

English (LSJ)

ον,

   A sounding together, Χορὸς σύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος in concert, but not in harmony, of the Furies, A.Ag.1187; σ. λύρης ἀοιδή Epigr.in BCH26.134 (Honestus).

German (Pape)

[Seite 991] mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, ὁμόφθογγος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐναρμόνιος, ὁμόηχος, ἀλλ’ οὐχὶ ἁρμονικός· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les voix résonnent d’accord.
Étymologie: συμφθέγγομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ-φθογγος].

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ-φθογγος].

Greek Monotonic

σύμφθογγος: -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε συμφωνία, ομόηχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σύμφθογγος: согласно звучащий, стройный (χορός Aesch.).