Τυνδάρεος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Τυνδάρεος:''' ὁ, ο άντρας της Λήδας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Αττ. [[Τυνδάρεως]], <i>-εω</i>, <i>ὁ</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πατρων. Τυνδᾰρίδης <i>[ῐ]</i>, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, σε Πίνδ.· πληθ. <i>οἱ Τυνδαρίδαι</i>, λέγεται για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. [[Τυνδάρειος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> και <i>-ος</i>, <i>-ον</i>, σε Ευρ.· θηλ. πατρων. [[Τυνδαρίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, <i>ἡ</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''Τυνδάρεος:''' ὁ, ο άντρας της Λήδας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Αττ. [[Τυνδάρεως]], <i>-εω</i>, <i>ὁ</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πατρων. Τυνδᾰρίδης <i>[ῐ]</i>, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, σε Πίνδ.· πληθ. <i>οἱ Τυνδαρίδαι</i>, λέγεται για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. [[Τυνδάρειος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> και <i>-ος</i>, <i>-ον</i>, σε Ευρ.· θηλ. πατρων. [[Τυνδαρίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, <i>ἡ</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Τυνδάρεος:''' ου, ион.-атт. [[Τυνδάρεως]], εω (ᾰ) ὁ Тиндарей (сын Эбала - Οἴβαλος, - царь Спарты, муж Леды, отец Кастора, Полидевка, Елены и Клитемнестры) Hom., Her., Trag. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A Tyndareos, husband of Leda, Od.11.298, 24.199 (cf. Hdn.Gr.2.151), and E. in lyr. passages (El.117,989) acc. to codd. (prob. f.l.); Att. Τυνδάρεως, [ᾰ], εω, ὁ, A.Ag.83 (anap.), Th. 1.9, title of tragedy by S. (gen. -εω also in Hes.Fr.94.7, but -έου Fr. 96.21):—hence Patron. Τυνδᾰρίδης [ῐ], Dor. -δας, Pi.N. 10.73, etc.; pl. οἱ Τυνδαρίδαι, of Castor and Pollux, h.Hom.17.2, Hdt.4.145, etc. —Adj. Τυνδάρειος [ᾰ], α, ον, E.Hel.137, IT5; also ος, ον Id.Or.1512 (troch.), Ar.Th.919:—fem. Patron. Τυνδᾰρίς, ίδος, ἡ, παῖς E.Hel. 1546, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Τυνδάρεος: ὁ, ἀνὴρ τῆς Λήδας, Ὀδ. Λ. 299, Ω. 199, καὶ Εὐρ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις (Ἑλ. 117, 989)· - Ἀττικ. Τυνδάρεως, εω, ὁ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 83, Σοφ., κλπ.· - ὁ τύπος Τύνδαρος σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἑλλήνων συγγραφέων, εἰ καὶ τὸ πατρωνυμικὸν Τυνδᾰρίδης [ῐ] φαίνεται ἐξ αὐτοῦ σχηματισθέν, Πινδ. Ν. 10. 138, κλπ.· πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι, ἐπὶ τοῦ Κάστορος καὶ Πολυδεύκους, Ὕμν. Ὁμ. 16. 2, Ἡρόδ. 4. 145, κλπ.- Ἐπίθ. Τυνδάρειος, α, ον, Εὐρ. Ἑλ. 137, Ι. Τ. 5· ὡσαύτως ος, ον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1512, Ἀριστοφ. Θεσμ. 919· - θηλ. πατρωνυμ. Τυνδαρίς, ίδος, ἡ, Εὐρ.· ὡσαύτως Τυνδ. παῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1546, κλπ. (Ἴδε ἐν λ. Τυδεύς).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Tyndare, père de Castor, de Pollux, d’Hélène et de Clytemnestre.
Étymologie: apparenté à Τυδεύς.
English (Autenrieth)
Tyndareüs, of Sparta, husband of Leda, and father of Clytaemnestra, Castor, and Pollux, Od. 24.199, Od. 11.298 ff.
Greek Monolingual
και αττ. τ. Τυνδάρεως, -εω, και -έου και -εος, ο, ΝΑ 1. μυθ.
γιος του Οιβάλλου και της Γοργοφόνης ή της Βάτειας, αδελφός του Ικαρίου, του Ιπποκόωντος, του Αφαρέως, του Λευκίππου και της Αρήνης, θνητός σύζυγος της Λήδας και πατέρας της Ελένης, της Κλυταιμνήστρας, τών Διοσκούρων, της Τιμάνδρας και της Φίλονόης, βασιλιάς της Λακεδαίμονος, τον οποίο η Αφροδίτη εκδικήθηκε προσδίδοντας στις κόρες του τις ιδιότητες της απιστίας και της επιπολαιότητας
2. τίτλος τραγωδίας του Σοφοκλέους.
Greek Monotonic
Τυνδάρεος: ὁ, ο άντρας της Λήδας, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· Αττ. Τυνδάρεως, -εω, ὁ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· πατρων. Τυνδᾰρίδης [ῐ], -ου, ὁ, σε Πίνδ.· πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι, λέγεται για τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Τυνδάρειος, -α, -ον και -ος, -ον, σε Ευρ.· θηλ. πατρων. Τυνδαρίς, -ίδος, ἡ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Τυνδάρεος: ου, ион.-атт. Τυνδάρεως, εω (ᾰ) ὁ Тиндарей (сын Эбала - Οἴβαλος, - царь Спарты, муж Леды, отец Кастора, Полидевка, Елены и Клитемнестры) Hom., Her., Trag. etc.