ὑλοφόρος: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑλοφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑλοφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλοφόρος:''' (ῡ) покрытый лесом, лесистый (τὰ τῶν Ἄλπεων [[ἄκρα]] Polyb.).<br /><b class="num">II</b> ὁ дровонос Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A carrying wood, a wood-carrier, AP9.335 (Leon.); οἱ ὑ., name of a play by Aristomenes:—also ὑληφόρος, ἡ, Ar.Ach.272. II of a mountain, wooded, Plb.3.55.9.
German (Pape)
[Seite 1177] Holz tragend; Leon. Tar. 16 (IX, 335); Pol. 3, 55, 9, von einem Gebirge.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ξύλα, ξυλοφόρος, Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς ὡσαύτως ὑληφόρος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, δασώδης, Πολύβ. 3. 55, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte du bois;
2 qui produit du bois, boisé.
Étymologie: ὕλη, φέρω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑληφόρος, -ον, Α
1. αυτός που μεταφέρει ξύλα
2. (για βουνό) αυτός από τον οποίο παράγεται ξυλεία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) Ὑλοφόροι
τίτλος δράματος του Αριστομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -φόρος].
Greek Monotonic
ὑλοφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑλοφόρος: (ῡ) покрытый лесом, лесистый (τὰ τῶν Ἄλπεων ἄκρα Polyb.).
II ὁ дровонос Anth.