ὑποκορισμός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποκορισμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = το προηγ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρήση]] υποκορ., σε Αριστ.
|lsmtext='''ὑποκορισμός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = το προηγ., σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[χρήση]] υποκορ., σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκορισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> ласкательное прозвище Plut.;<br /><b class="num">2)</b> грам. уменьшительная форма Arst.
}}
}}

Revision as of 05:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκορισμός Medium diacritics: ὑποκορισμός Low diacritics: υποκορισμός Capitals: ΥΠΟΚΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypokorismós Transliteration B: hypokorismos Transliteration C: ypokorismos Beta Code: u(pokorismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A blandishments, use of endearing names, Plu.Thes.14, Alciphr.3.33.    2 use of diminutives, Arist.Rh.1405b28.

German (Pape)

[Seite 1221] ὁ, = Vorigem, Plut. Thes. 14; Arist. rhet. 3, 2 E. erkl. ὑποκορισμὸς ὃς ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, und führt als Beispiele die Verkleinerungswörter χρυσιδάριον, ἱματιδάριον u. ä. an.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκορισμός: ὁ, = τῷ προηγ. Πλουτ. Θησ. 14, Ἀλκίφρων 3. 33. 3) ἡ χρῆσις ὑποκοριστικῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2. 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 c. ὑποκόρισμα;
2 usage de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.

Greek Monolingual

ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκορίζομαι
νεοελλ.
μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή, αντίθετα, υποβιβασμός και καταφρόνηση.

Greek Monotonic

ὑποκορισμός: ὁ,
I. = το προηγ., σε Πλούτ.
II. χρήση υποκορ., σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκορισμός:1) ласкательное прозвище Plut.;
2) грам. уменьшительная форма Arst.