χλάδω: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χλάδω:''' ως ενεστ. του <i>κέχλᾱδα</i>, [[αγάλλομαι]], [[τύπος]] παρακ., σε Πίνδ.· [[καλλίνικος]] κεχλᾱδώς, λέγεται για θριαμβευτικό ύμνο· <i>κεχλάδοντας ἥβᾳ</i>, λέγεται για [[δύο]] νεαρούς ήρωες. | |lsmtext='''χλάδω:''' ως ενεστ. του <i>κέχλᾱδα</i>, [[αγάλλομαι]], [[τύπος]] παρακ., σε Πίνδ.· [[καλλίνικος]] κεχλᾱδώς, λέγεται για θριαμβευτικό ύμνο· <i>κεχλάδοντας ἥβᾳ</i>, λέγεται για [[δύο]] νεαρούς ήρωες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χλάδω:''' (только aor. 2 [[κέχλαδον|κέχλᾱδον]] и part. pf. [[κεχλαδώς|κεχλᾱδώς]]) быть переполненным, клокотать: ἥβᾳ κεχλάδοντες Pind. в полном расцвете юных сил; κεχλαδὼς [[καλλίνικος]] Pind. ликующая песнь победы. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A exult loudly, assumed as pres. of κέχλᾱδα, wh. occurs thrice in Pi., καλλίνικος . . κεχλαδώς, of a triumphal hymn, O.9.2; κεχλάδοντας ἥβα, of two young heroes, P.4.179; κέχλαδεν κρόταλα Dith.Oxy.2.10; Hsch. has κεχληδέναι· ψοφεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
χλάδω: παραλαμβάνεται καθ’ ὑπόθεσιν ὡς ἐνεστὼς τοῦ κέχλᾱδα, ὅπερ εἶναι τύπος πρκμ. ἀπαντῶν παρὰ Πινδ.· καλλίνικος .. κεχλαδώς, ἐπὶ θριαμβικοῦ ἐπινικίου ὕμνου, Ο. 9. 4· κεχλάδοντας ἥβᾳ, ἐπὶ δύο νεαρῶν ἡρώων, Π. 4. 319· κέχλαδον κρόταλα Ἀποσπ. 48.
Ἡ ἔννοια ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις εἶναι ἡ τοῦ χαίρειν, μεγαλοφώνως ἀγάλλεσθαι· ἐν τῷ πρώτῳ καὶ τῷ τρίτῳ χωρίῳ ἡ λέξις ἐμφανῶς ἀναφέρεται εἰς ἤχους ἐκφραστικοὺς χαρᾶς, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ κεχληδέναι διὰ τοῦ ψοφεῖν· ὁ Buttm. ἀντιλέγει πρὸς ταῦτα, ὁ δὲ Κούρτ. παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὸ ἐπίθ. χαλᾱρὸς (χλαδρός), καὶ τὸ Σανσκρ. hlâd, hlâd-e (gaudeo). Περὶ τῶν ἀνωμάλων τύπων κεχλάδοντας, κέχλαδον, πρβλ. ἐρρίγοντι, πεφρίκοντας, κεκλήγοντες.
French (Bailly abrégé)
ao.2 κέχλαδον, part. ao.2 κεχλαδώς;
bouillonner.
Étymologie: cf. καχλάζω.
Greek Monolingual
και χλάζω Α
1. φουσκώνω από έπαρση ή από χαρά
2. (για νερό) α) αναβράζω, κοχλάζω
β) (γενικά) θροΐζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστώτα, άγνωστης ετυμολ., τον οποίο υποθέτουμε με βάση τον τ. παρακμ. κέχλᾱδα, καθώς και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κεχληδέναι
ψοφεῖν, προσλαλεῖν. Η μορφή χλάζω θεωρείται πιθανότερη από ό,τι μια μορφή χλάδω (πρβλ. και τους ενεστ. κρά-ζω, κρί-ζω, που επίσης δηλώνουν ήχους). Ο τ. χλάζω, τέλος, θα μπορούσε να παραβληθεί με τον ενεστ. κα-χλάζω, ο οποίος εμφανίζει επιτατικό ενεστωτικό διπλασιασμό].
Greek Monotonic
χλάδω: ως ενεστ. του κέχλᾱδα, αγάλλομαι, τύπος παρακ., σε Πίνδ.· καλλίνικος κεχλᾱδώς, λέγεται για θριαμβευτικό ύμνο· κεχλάδοντας ἥβᾳ, λέγεται για δύο νεαρούς ήρωες.
Russian (Dvoretsky)
χλάδω: (только aor. 2 κέχλᾱδον и part. pf. κεχλᾱδώς) быть переполненным, клокотать: ἥβᾳ κεχλάδοντες Pind. в полном расцвете юных сил; κεχλαδὼς καλλίνικος Pind. ликующая песнь победы.