διάλογος: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διάλογος:''' ὁ<b class="num">1)</b> разговор, беседа Plat., Arst.: οἱ Σωκρατικοὶ διάλογοι Arst. сократические диалоги;<br /><b class="num">2)</b> рассуждение: τὰ ἐν τοῖς διαλόγοις Arst. диалектический метод. | |elrutext='''διάλογος:''' ὁ<b class="num">1)</b> разговор, беседа Plat., Arst.: οἱ Σωκρατικοὶ διάλογοι Arst. сократические диалоги;<br /><b class="num">2)</b> рассуждение: τὰ ἐν τοῖς διαλόγοις Arst. диалектический метод. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διάλογος -ου, ὁ [διαλέγομαι] dialoog, gesprek; ook als lit. genre. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (διαλέγομαι)
A conversation, dialogue, Pl.Prt.335d, Demetr.Eloc. 223; δ. τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτήν Pl.Sph.263e; οἱ Σωκρατικοὶ δ. Arist. Fr.72; τὰ ἐν τοῖς δ. debating arguments, Id.APo.78a12: generally, talk, chat, Cic.Att.5.5.2. II perh. speech or series of speeches, debate (cf. διάλεξις), IG3.1128, al. III = διαλογισμός 1, PHib.1.122 (iii B.C.), PTeb.58.31 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διάλογος: ὁ, (διαλέγομαι) συνομιλία, διάλογος, Πλάτ. Πρωτ. 335D. Σοφ. 263Ε· οἱ Σωκρατικοὶ δ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 61· τὰ ἐν τοῖς διαλόγοις ,διαλεκτικὰ ἐπιχειρήματα, ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 1. 12, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
entretien, dialogue.
Étymologie: διαλέγω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I 1conversación, diálogo οὐχ ὁμοίως ἡμῖν ἔσονται οἱ διάλογοι Pl.Prt.335d, cf. Alc.1.110a, R.354b, Isoc.12.26, I.AI 17.185, Cic.Att.98.2, Gal.19.45, Luc.Nigr.29, Lib.Decl.1.28, ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτῆν δ. un diálogo interior del alma consigo misma Pl.Sph.263e, cf. Ph.1.365
•como género literario δεῖ ἐν τῷ αὐτῷ τρόπῳ διάλογόν τε γράφειν καὶ ἐπιστολάς Demetr.Eloc.223, cf. Ph.2.263, D.H.Imit.3.5, Luc.Prom.Es.5, Plu.Cic.40, M.Ant.1.6, Arr.Epict.2.1.34, οἱ Σωκρατικοὶ διάλογοι atribuidos a Alexámeno, Arist.Fr.72, empleado por Platón, Socr.Ep.23.2, Theopomp.Hist.259, D.H.Comp.25.32, Plu.2.120d, Ath.505d, Aristid.Or.3.511, D.L.9.23 (= Parm.A 1), Dam.in Prm.342, por Aristóteles, Plu.Dio 22, D.Chr.53.1, Phlp.in de An.145.23, οἱ ἐξωτερικοὶ διάλογοι Plu.2.1115b, por otros autores, Arist.Fr.72, Eratosth.Fr.Hist.22, Str.2.3.4, Gal.19.44, Luc.Dem.Enc.7, Hermog.Id.2.12 (p.411), Philostr.Ep.73, VS 495
•personif. Δ. Luc.Bis Acc.30
•discusión, debate entre escuelas, Gal.10.110, Plu.Pel.22, Cels.Phil.3.1.
2 razonamiento dialéctico τὰ ἐν τοῖς μαθήμασιν ... τούτῳ διαφέρουσι τῶν ἐν τοῖς διαλόγοις los razonamientos matemáticos en esto difieren de los razonamientos dialécticos Arist.APo.78a12, sent. peyor. διάλογοι κομπώδεις Plu.Demetr.15.
3 prob. debate dialogado o diálogo dramático ejecutado por los efebos, con el que Atenas y Esparta se disputaban cada cuatro años la prioridad en la procesión de las siguientes Eleuterias en Platea IG 22.2086.33, 2089.16, 2113.144, 2130.39 (todas II d.C.).
II 1rendición de cuentas, balance, comprobación contable, de diversos tipos δ. ὁ πρὸς Ὧρον διὰ Κίσσου κρ(ιθῆς) (ἀρτάβας) β, Ποσειδωνίῳ ὀλ(υρῶν) (ἀρτάβας) ε ... PHib.122.1 (III a.C.), cf. PZen.Col.54.59ue., PLond.1994.2, 2008.12 (todos III a.C.), οὐ παραγέγονεν ἐπὶ τὸν διάλογον τοῦ ε (ἔτους) PTeb.58.23, cf. 31, 59 (II a.C.), πρὸς τὸν ἐκτιθέμενον ἐν αὐτῇ διάλογον πρὸς τὴν σι τικὴν μίσ(θωσιν) τῆς ... κώ(μης) PTeb.852.28 (II a.C.).
2 recuento de tantos que se hace al final de un juego, Phot.δ 375
•fig. δ. πόρνων la suma de los putos e.d. el más miserable de los putos Cratin.438 (dud., cf. Hsch.δ 1143), Phot.δ 375.
Greek Monolingual
ο (AM διάλογος) λόγος
1. συζήτηση, συνομιλία μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων
2. λογοτεχνικό ή φιλοσοφικό έργο, ή μέρος του, στο οποίο η ανάπτυξη του θέματος γίνεται διαλογικώς και όχι αφηγηματικώς
νεοελλ.
(για μουσικό είδος) σύνθεση κατά την οποία δύο ή περισσότερα όργανα ή φωνές ηχούν διαδοχικά
αρχ.
φρ. «τὰ ἐν διαλόγοις» — τα διαλεκτικά επιχειρήματα.
Greek Monotonic
διάλογος: ὁ (διαλέγομαι), συζήτηση, διάλογος, στιχομυθία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διάλογος: ὁ1) разговор, беседа Plat., Arst.: οἱ Σωκρατικοὶ διάλογοι Arst. сократические диалоги;
2) рассуждение: τὰ ἐν τοῖς διαλόγοις Arst. диалектический метод.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλογος -ου, ὁ [διαλέγομαι] dialoog, gesprek; ook als lit. genre.