κατακάμπτω: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατακάμπτω:''' <b class="num">1)</b> выгибать, сгибать (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;<br /><b class="num">2)</b> перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς [[στροφάς]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);<br /><b class="num">4)</b> склонять, побуждать (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.). | |elrutext='''κατακάμπτω:''' <b class="num">1)</b> выгибать, сгибать (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;<br /><b class="num">2)</b> перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς [[στροφάς]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);<br /><b class="num">4)</b> склонять, побуждать (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A bend down, so as to be concave, ἐξ ὀρθοῦ κ. Pl.Ti. 71c; εἰς ἓν κύκλῳ ib.36b; κ. τὰς στροφάς, v. στροφή 1.3:—Pass., opp. ἀνακάμπτομαι, Arist.Mete.386a1; φλὲψ ἐπὶ τὴν ῥάχιν -ομένη Gal.15.530: pf. part. Pass. -κεκαμμένος bending over, cj. in Thphr.HP3.18.8. II cover with a vault, λίθῳ κατακαμφθέντες Str.5.3.8. III metaph., κ. ἐλπίδας bend down, overthrow hopes, E.Tr.1252 (Burges, -γναψε codd., anap.):—Pass., to be bent (by entreaty), Aeschin.1.187.
German (Pape)
[Seite 1351] nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρθοῦ 71 b; übertr., ὅταν πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187.
Greek (Liddell-Scott)
κατακάμπτω: κάμπτω πρὸς τὰ κάτω ὥστε να σχηματίσω κοίλωμα πρὸς τὰ κάτω, ἀντίθετον τῷ ἐξ ὀρθοῦ, Πλάτ. Τίμ. 71C· εἰς κύκλον αὐτόθι 36Β· κ. τὰς στροφάς, ἴδε ἐν λ. στροφὴ Ι. 3. - Παθ., ἀντίθετον τῷ ἀνακάμπτομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6. - βλαστοὶ κατακεκαμμένοι, ἀντίθ. ὀρθοί, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 8. ΙΙ. καλύπτω διὰ θόλου, ὑπόνομοι συνόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες Στράβ. 235. ΙΙΙ. μεταφ., κ. ἐλπίδας, κάμπτω, καταστρέφω, ἀνατρέπω, ἐξαφανίζω ἐλπίδας, Εὐρ. Τρῳ. 1252 (κ. ἀλλ. κατέκναψε ἢ -γναψε). - Παθ., κάμπτομαι (διὰ δεήσεως), συγκινοῦμαι, Αἰσχίν. 26, 33.
French (Bailly abrégé)
courber, plier, infléchir ; Pass. se laisser fléchir.
Étymologie: κατά, κάμπτω.
Greek Monolingual
κατακάμπτω (Α)
1. κάμπτω προς τα κάτω ώστε να σχηματιστεί κοίλωμα
2. καλύπτω με θόλο
3. ανατρέπω τις ελπίδες
4. παθ. κατακάμπτομαι
συγκινούμαι, κάμπτομαι με δέηση.
Greek Monotonic
κατακάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω προς τα κάτω, ώστε να σχηματίζω κοίλωμα, σε Πλάτ.· μεταφ., κ. ἐλπίδας, τις καταστρέφω, τις ανατρέπω, τις εξαφανίζω τις ελπίδες, σε Ευρ. — Παθ., κάμπτομαι, λυγίζω (μέσω ικεσίας), σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
κατακάμπτω: 1) выгибать, сгибать (τι Plat.): κ. εἰς κύκλον Plat. сгибать в виде круга;
2) перен. ворочать, ирон. сочинять (τὰς στροφάς Arph.);
3) отворачивать в сторону, т. е. отбрасывать прочь (ἐλπίδας Eur.);
4) склонять, побуждать (κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κάμπτω ombuigen; overdr.: κατακάμπτειν τὰς στροφάς de strofen van een lied rond krijgen Aristoph. Th. 68.