πεμπάζω: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεμπάζω:''' тж. med. считать пятерками, т. е. по пальцам, исчислять (вообще), считать (ἐκβολὰς [[ψήφων]] Aesch.; med. πάσας φώκας Hom.; ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν Plut.). | |elrutext='''πεμπάζω:''' тж. med. считать пятерками, т. е. по пальцам, исчислять (вообще), считать (ἐκβολὰς [[ψήφων]] Aesch.; med. πάσας φώκας Hom.; ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πεμπάζω [πεμπάς] ep. conj. aor. med. 3 sing. πεμπάσσεται, op de vijf vingers tellen; alg. tellen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 1 January 2019
English (LSJ)
(πέμπε) prop.
A count on the five fingers, i.e. count by fives, and then, generally, count, A.Eu.748, Thphr.Char.23.2(cj.), A.R.2.975, Plu.2.387e, etc.:—Med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται (Ep.aor.1 subj.) when he has done counting them all, Od.4.412. II metaph., count up, reckon over, θεοπροπίας θυμῷ π. A.R.4.1748 :—Med., πάντα νόῳ πεμπάσσατο ib.350.—In Prose ἀναπεμπάζω is more common. (Aeol.acc.to EM660.4.)
German (Pape)
[Seite 553] eigtl. an den fünf Fingern abzählen, zu Fünfen abzählen, die älteste, einfachste Zählungsart; Hom. hat nur das med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται, nachdem er alle abgezählt bat, Od. 4, 412, ohne daß noch gerade »nach Fünfen« hinzuzudenken ist; Aesch. im act., πεμπάζετ' ὀρθῶς ἐκβολὰς ψήφων, Eum. 718, wie Ap. Rh. 2, 975, εἴ τις ἕκαστα πεμπάζοι, Schol. ψηφίζοι, μετροῖ; übtr. πάντα νόῳ πεμπάσσατο, 4, 350, wie λογίζομαι, überrechnen, überlegen, vgl. 4, 1748 ὁ δ' ἔπειτα θεοπροπίας Ἑκάτοιο θυμῷ πεμπάζων (s. auch ἀναπεμπάζω). – Plut. de Is. et Osir. 56 von der Fünfzahl sprechend sagt τὸ ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν, u. de εἰ apud Delph. 7 τὸ ἀριθμεῖν οἱ σοφοὶ πεμπάζειν ὠνόμαζον.
Greek (Liddell-Scott)
πεμπάζω: μέλλ. -άσω, (πέμπε Αἰολ. = πέντε) κυρίως ἀριθμῶ ἐπὶ τῶν πέντε δακτύλων, δηλ., ἀριθμῶ κατὰ πεντάδας, καὶ ἀκολούθως καθόλου, ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 748, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 975, Πλούτ. 2. 387Ε, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὴν πάσας πεμπασσεται (Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ὑποτ.), ὅταν κατὰ πεντάδας ἀριθμήσῃ πάσας, Ὀδ. Δ. 412. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμετρῶ, ἀναλογίζομαι, ἐξετάζω, θεοπροπίας θυμῷ π. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1748. - Μέσ., πάντα νόῳ πεμπάσσατο αὐτόθι 350. - Ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ἀναπεμπάζω εἶναι συνηθέστερον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πεμπαζόμενοι· ἐπιστρεφόμενοι. ἐκπληττόμενοι. μεριμνῶντες», καὶ «πεμπάσεται· κατὰ πάντα ἀριθμήσει· τὸ γὰρ πέντε Αἰολεῖς πέμπε λέγουσι. καταχρηστικῶς δὲ καὶ ψιλῶς ἀριθμήσει».
French (Bailly abrégé)
compter sur ses cinq doigts, compter cinq par cinq ; p. ext. compter, calculer;
Moy. πεμπάζομαι compter qch à soi, calculer pour soi.
Étymologie: πεμπάς.
Greek Monolingual
Α
1. μετρώ στα πέντε δάχτυλα, δηλ. αριθμώ κατά πεντάδες
2. μετρώ, υπολογίζω
3. μτφ. αναλογίζομαι, εξετάζω
4. (η μτχ. αρσ. πληθ. μέσ. ενεστ.) οι πεμπαζόμενοι
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπιστρεφόμενοι, ἐκπληττόμενοι, μεριμνῶντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπε, αιολ. τ. του πέντε].
Greek Monotonic
πεμπάζω: μέλ. -άσω (πέμπε), κυρίως μετράω στα πέντε δάχτυλα, δηλ. μετρώ ανά πέντε, και έπειτα γενικά, μετρώ, σε Αισχύλ.· ομοίως στη Μέσ.· ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται (Επικ. αντί πεμπάσηται, υποτ. αορ. αʹ) όταν τα έχει μετρήσει όλα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πεμπάζω: тж. med. считать пятерками, т. е. по пальцам, исчислять (вообще), считать (ἐκβολὰς ψήφων Aesch.; med. πάσας φώκας Hom.; ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεμπάζω [πεμπάς] ep. conj. aor. med. 3 sing. πεμπάσσεται, op de vijf vingers tellen; alg. tellen.