στρατοπεδεία: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στρᾰτοπεδεία:''' ἡ Xen., Polyb. = [[στρατοπέδευσις]]. | |elrutext='''στρᾰτοπεδεία:''' ἡ Xen., Polyb. = [[στρατοπέδευσις]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A encampment, X.HG4.1.24, Aen.Tact.16.15, LXX Jo.4.3, Plb.1.48.10, al., D.H.10.23, Ael. Tact.3.3.
German (Pape)
[Seite 952] ἡ, = στρατοπέδευσις; Xen. Hell. 4, 1, 24; D. Hal. 3, 55 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 24, Διον. Ἁλ. 10. 36.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
campement.
Étymologie: στρατόπεδον.
Greek Monolingual
η, ΝΑ στρατοπεδεύω
νεοελλ.
φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας»
στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
στρατοπέδευση.
Greek Monotonic
στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτοπεδεία: ἡ Xen., Polyb. = στρατοπέδευσις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp.