συμπαρακομίζω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=amener avec soi le long de la côte (des navires) acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακομίζω]]. | |btext=amener avec soi le long de la côte (des navires) acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρακομίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A bring along the coast with one, τὰς ναῦς, of a naval commander, Th.8.41:—Pass., of the ships, ib.39. II Med., assist in convoying, D.S.3.21.
German (Pape)
[Seite 984] mit od. zugleich nebenbei führen, Thuc. 8, 39. 41. – Med., D. Sic. 3, 21.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακομίζω: παρακομίζω ὁμοῦ, ὁδηγῶ ὁμοῦ παραπλεύρως (πρὸς τὴν ἀκτήν), τὰς ναῦς, ἐπὶ ναυάρχου, Θουκ. 8. 41· καὶ ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τῶν πλοίων, αὐτόθι 39. ΙΙ. Μέσ., βοηθῶ εἰς μετακόμισιν, Διόδ. 3. 21.
French (Bailly abrégé)
amener avec soi le long de la côte (des navires) acc..
Étymologie: σύν, παρακομίζω.
Greek Monolingual
Α
1. οδηγώ, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι («νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. πρὸς τὴν ἀκτήν», Θουκ.)
2. μέσ. συμπαρακομίζομαι
βοηθώ σε μεταφορά, σε μετακόμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακομίζω «οδηγώ, συνοδεύω»].
Greek Monotonic
συμπαρακομίζω: Αττ. μέλ. -κομιῶ, οδηγώ, μεταφέρω από κοινού παράλληλα προς την ακτή, λέγεται για ναύαρχο, σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για πλοία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρακομίζω: 1) сопровождать, эскортировать (τὰς ναῦς Thuc.): ἀγγελίαν πέμπειν ἐπὶ τὰς ναῦς τοῦ ξυμπαρακομισθῆναι Thuc. посылать за флотом для собственного эскортирования;
2) med. плавать рядом Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρακομίζω in konvooi langs de kust escorteren.