συνεξάγω: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> conduire en même temps au dehors;<br /><b>2</b> affranchir avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξάγω]].
|btext=<b>1</b> conduire en même temps au dehors;<br /><b>2</b> affranchir avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐξάγω]]<br />[[προκαλώ]] [[εξαγωγή]] ενός πράγματος [[μαζί]] με άλλα ή ύστερα από άλλα, [[αποβάλλω]] [[επίσης]] («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] έξω ή [[προς]] τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξάγομαι</i><br />συμπαρασύρομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεξάγω]] ἐμαυτόν» — [[αυτοκτονώ]] (Αnn.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:43, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξάγω Medium diacritics: συνεξάγω Low diacritics: συνεξάγω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΓΩ
Transliteration A: synexágō Transliteration B: synexagō Transliteration C: syneksago Beta Code: suneca/gw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A lead out together, στρατιήν Hdt.5.75; σ. τι εἰς φῶς assist in bringing it out, Pl.Tht.157d.    II carry off together, assist in removing, οἱ ἔμετοι σ. τὸ γλίσχρον Arist.Pr.868b7; ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Thphr.CP4.13.5; τοὺς συναγωνιστάς Plu.2.787e; σ. ἑαυτήν, of suicide, App.BC4.23.    2 Pass., to be carried away at the same time, οἴκτῳ καὶ μανίῃ APl.4.128.

German (Pape)

[Seite 1015] (s. ἄγω), mit od. zugleich aus-, hinaus-, wegführen; ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω, Plat. Theaet. 157 d; S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξάγω: ἐξάγω ὁμοῦ, στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 75· ἕως ἂν εἰς φῶς τὸ σὸν δόγμα ξυνεξαγάγω Πλάτ. Θεαίτ. 157D. ΙΙ. συντελῶ πρὸς ἐξαγωγήν, οἱ ἔμετοι συν. τὸ γλίσχρον Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, πρβλ. 37. 2· ἥλιος σ. τὴν ὑγρότητα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 5· τοὺς συναγωνιστὰς Πλούτ. 2. 787· συν. ἑαυτόν, ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 23. 2) Παθητ. ὡσαύτως, σ. μανίῃ, παραφέρομαι, συμπαρασύρομαι, Ἀνθ. Πλαν. 128.

French (Bailly abrégé)

1 conduire en même temps au dehors;
2 affranchir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξάγω.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐξάγω
προκαλώ εξαγωγή ενός πράγματος μαζί με άλλα ή ύστερα από άλλα, αποβάλλω επίσης («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. οδηγώ έξω ή προς τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», Ηρόδ.)
2. παθ. συνεξάγομαι
συμπαρασύρομαι
3. φρ. «συνεξάγω ἐμαυτόν» — αυτοκτονώ (Αnn.).

Greek Monotonic

συνεξάγω: μέλ. -ξω, οδηγώ έξω μαζί, εξάγω από κοινού, σε Ηρόδ. — Παθ., εξάγομαι μαζί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συνεξάγω: (ᾰ)
1) одновременно выводить (τὴν στρατιὴν ἐκ Λακεδαίμονος Her.): σ. εἰς φῶς τὸ δόγμα τινός Plat. выявлять (досл. выводить на свет) чье-л. мнение;
2) выводить одновременно наружу, выделять (τὸ κολλῶδες Arst.);
3) вытаскивать (из капкана), освобождать (τὰς οὐράς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεξάγω mede naar buiten brengen, helpen naar buiten te brengen, met acc.: ἕως ἂν εἰς φώς τὸ σὸν δόγμα συνεξαγάγω tot ik jouw overtuiging aan het licht heb helpen brengen Plat. Tht. 157d. milit. tegelijk laten uitrukken. Hdt. 5.75.1.