ἀσύφηλος: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(1b)
(1)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσύφηλος:''' (ᾰσῠ) оскорбительный, обидный ([[ἔπος]] Hom.): ὥς μ᾽ ἀσύφηλον ἔρεξε Hom. так как он оскорбил меня.
|elrutext='''ἀσύφηλος:''' (ᾰσῠ) оскорбительный, обидный ([[ἔπος]] Hom.): ὥς μ᾽ ἀσύφηλον ἔρεξε Hom. так как он оскорбил меня.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: uncertain, <b class="b2">headstrong?, insulting?</b> or [[foolish]]? (Il.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: The schol. on Ven. A and Bechtel Lex. connect <b class="b3">σοφός</b> (but the <b class="b3">ἀ-</b> would be privative, with a non-Greek adj.?). One compared <b class="b3">Σίσυφος</b>, <b class="b3">σέσυφος πανοῦργος</b> H. Fur. 337 further compares <b class="b3">αἰσύφιος δεινός</b>, <b class="b3">ψευδης</b>, <b class="b3">ἀπατεών</b> H. (<b class="b3">-ος</b> Kyr.), which seems to fit well. So prob. a substr. word.
}}
}}

Revision as of 22:55, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύφηλος Medium diacritics: ἀσύφηλος Low diacritics: ασύφηλος Capitals: ΑΣΥΦΗΛΟΣ
Transliteration A: asýphēlos Transliteration B: asyphēlos Transliteration C: asyfilos Beta Code: a)su/fhlos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A headstrong, or perh. foolish, ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην Il.9.647; οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ' ἀσύφηλον 24.767, cf. Q.S.9.521: also in late Prose, as Eun.VSp.481B. Adv.-λως foolishly, Dius ap.Stob.4.21.16.

German (Pape)

[Seite 381] Hom. zweimal, Iliad. 9, 647 ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν Ἀτρείδης ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην, 24, 767 ἀλλ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ' ἀσύφηλον; der Sinn scheint also »verächtlich« zu sein; abzuleiten vielleicht von σοφός, Aeolisch, also eigentlich »unweise«, »thöricht«. Auch Sp.: λόγος οὐκ ἀσυφάλως μυθεύμενος Dius bei Stob. Flor. 65, 16; Qu. Sm., neben χαλεπός, 9, 521. Bei Phryn. B. A. p. 14 ὕβρις erkl. ἡ μετὰ ἀμαθίας καὶ ἀτιμίας.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύφηλος: [ῠ], -ον, ποταπός, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, ὥς μ’ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, ὡσεί τιν’ ἀτίμητον μετανάστην Ἰλ. Ι. 647· χαμερπής, πρόστυχος, οὔπω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος, οὐδ’ ἀσύφηλον Ω. 767. ― Ἐπίρρ. ἀσυφήλως, χαμερπῶς, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 53. 2) ἴσως ἐνεργ., καταφρονῶν, ἀτιμάζων, ὑποβιβάζων, ταπεινωτικός, Κόϊντ. Σμ. 9. 521. (Ὁ Κούρτιος θεωρεῖ τὴν λέξιν σύνθετον ἐκ τοῦ α στερητ. καὶ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ ὀπός, Λατ. sucus, sapor, ὥστε ἡ πρώτη σημασία θὰ ἦτο: ἄνοστος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans valeur, vil ; ἀσύφηλον ἔπος IL parole insensée ; ὥς μ’ ἀσύφηλον ἔρεξε IL comme il m’a indignement traité.
Étymologie: orig. inc. ; pê de ἄσοφος, éol. ἀσύφηλος ; c. Σίσυφος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀσύφαλ- Dius 1

• Prosodia: [-ῠ-]
1 indigno, vil, sin valor ὥς μ' ἀσύφηλον ... ἔρεξεν ... ὡς εἴ τιν' ἀτίμητον μετανάστην cuan indignamente me trató como si yo fuera un miserable advenedizo, Il.9.647, οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ' ἀσύφηλον Il.24.767, ἡ νεότης ἀ. ἀεὶ θνητοῖσι τέτυκται Lyr.Eleg.Adesp.25.1W., νοῦς Cyr.Al.M.69.84D, cf. Q.S.9.521.
2 tosco, inculto de pers. ὁ δὲ διδάσκαλος ... ὡς ἀσυφήλους αὐτοὺς (μαθητάς) ἑώρα Eun.VS 481, cf. Eudoc.Cypr.1.149, Hsch., Gr.Shorthand Man.367, Et.Gen.1082.
3 adv. -ως de una manera indigna οὐκ ἀ. μυθεύμενος Dius l.c.

• Etimología: Etim. desc. Se ha puesto en rel. c. Σίσυφος y σέσυφος q.u.

Greek Monolingual

ἀσύφηλος, -ον (Α)
1. ξεροκέφαλος, ανόητος
2. πρόστυχος, ποταπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με το σοφός, ενώ κατ' άλλους με τα Σίσυφος και σέσυφος «πανούργος» (Ησύχ.)].

Greek Monotonic

ἀσύφηλος: [ῠ], -ον, μηδαμινός, ποταπός, πρόστυχος, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀσύφηλος: (ᾰσῠ) оскорбительный, обидный (ἔπος Hom.): ὥς μ᾽ ἀσύφηλον ἔρεξε Hom. так как он оскорбил меня.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: uncertain, headstrong?, insulting? or foolish? (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The schol. on Ven. A and Bechtel Lex. connect σοφός (but the ἀ- would be privative, with a non-Greek adj.?). One compared Σίσυφος, σέσυφος πανοῦργος H. Fur. 337 further compares αἰσύφιος δεινός, ψευδης, ἀπατεών H. (-ος Kyr.), which seems to fit well. So prob. a substr. word.