γαγγῆτις: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(7)
(1)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=και γαγγίτις, η (Α)<br />αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («[[γαγγῆτις]] [[λίθος]]» — ο [[γαγάτης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Γάγγης</i>, με πιθανή [[επίδραση]] της λ. [[γαγάτης]], που οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
|mltxt=και γαγγίτις, η (Α)<br />αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («[[γαγγῆτις]] [[λίθος]]» — ο [[γαγάτης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Γάγγης</i>, με πιθανή [[επίδραση]] της λ. [[γαγάτης]], που οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[γαγάτης]]
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 2 January 2019

German (Pape)

[Seite 469] πέτρα, = γαγάτης, Sp. S. N. pr.

Greek Monolingual

και γαγγίτις, η (Α)
αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («γαγγῆτις λίθος» — ο γαγάτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Γάγγης, με πιθανή επίδραση της λ. γαγάτης, που οφείλεται σε παρετυμολογία].

Frisk Etymological English

See also: s. γαγάτης