γαγγῆτις: Difference between revisions
From LSJ
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(7) |
(1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και γαγγίτις, η (Α)<br />αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («[[γαγγῆτις]] [[λίθος]]» — ο [[γαγάτης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Γάγγης</i>, με πιθανή [[επίδραση]] της λ. [[γαγάτης]], που οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | |mltxt=και γαγγίτις, η (Α)<br />αυτή που προέρχεται από τον Γάγγη («[[γαγγῆτις]] [[λίθος]]» — ο [[γαγάτης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Γάγγης</i>, με πιθανή [[επίδραση]] της λ. [[γαγάτης]], που οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[γαγάτης]] | |||
}} | }} |