ἴδμων: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(2b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἴδμων:''' 2, gen. ονος знающий, сведущий: εὐνομίης ἴδμονα [[θεῖναι]] πόλιν Anth. научить город хорошим законам.
|elrutext='''ἴδμων:''' 2, gen. ονος знающий, сведущий: εὐνομίης ἴδμονα [[θεῖναι]] πόλιν Anth. научить город хорошим законам.
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: [[knowing]]<br />See also: s. [[οἶδα]].
}}
}}

Revision as of 01:26, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴδμων Medium diacritics: ἴδμων Low diacritics: ίδμων Capitals: ΙΔΜΩΝ
Transliteration A: ídmōn Transliteration B: idmōn Transliteration C: idmon Beta Code: i)/dmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ἴδμεν,= εἰδέναι)

   A having knowledge of a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις AP7.575 (Leont.).

German (Pape)

[Seite 1238] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἴδμων: -ον, γεν. ονος, (ἴδμεν, = εἰδέναι) πεπειραμένος, εἰδήμων, ἔμπειρος, ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι, εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «ἴδμων· ἐπιστήμων, ἵστωρ».

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
instruit de, habile dans, gén..
Étymologie: *εἴδω.

Greek Monolingual

ἴδμων, -ον (Α)
έμπειρος, γνώστης κάποιου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ίδ-μων (< Fίδ-μων), παράγωγο του οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ιδ- της ρίζας Fειδ- (πρβλ. είδος) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. vidman «φρόνηση»].

Greek Monotonic

ἴδμων: -ον, γεν. -ονος (ἴδμεν), πεπειραμένος, έμπειρος, ειδήμων· τινός, σε κάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἴδμων: 2, gen. ονος знающий, сведущий: εὐνομίης ἴδμονα θεῖναι πόλιν Anth. научить город хорошим законам.

Frisk Etymological English

Meaning: knowing
See also: s. οἶδα.