στρώννυμι: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(nl) |
(2b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι. | |elnltext=στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[στόρνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 3 January 2019
English (LSJ)
and στρωννύω,
A v. στόρνυμι.
German (Pape)
[Seite 957] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von στόρνυμι, στορέννυμι gebildet, w. m. s., – breiten, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται λέχος, Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. στορέννυμι); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.
Greek (Liddell-Scott)
στρώννῡμι: καὶ -ύω, ἴδε στορέννυμι.
French (Bailly abrégé)
f. στρώσω, ao. ἔστρωσα, pf. ἔστρωκα, pqp. ἐστρώκειν;
Pass. f. στρωθήσομαι, ao. ἐστρώθην, pf. ἔστρωμαι, pqp. ἐστρώμην;
étendre (un tapis, etc.).
Étymologie: R. Στρω étendre ; cf. Στορ, > στόρνυμι, στορέννυμι.
Spanish
extender, cubrir, preparar, arreglar
English (Strong)
or simpler stronnuo, prolongation from a still simpler stroo, (used only as an alternate in certain tenses) (probably akin to στερεός through the idea of positing); to "strew," i.e. spread (as a carpet or couch): make bed, furnish, spread, strew.
Greek Monolingual
και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α
βλ. στρώνω.
Greek Monotonic
στρώννῡμι: και -ύω· βλ. στορέννυμι.
Russian (Dvoretsky)
στρώννῡμι: и στρωννύω = στορέννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι.
Frisk Etymological English
See also: s. στόρνυμι.