σχερός: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(nl) |
(2b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σχερός, ὁ alleen ἐν σχερῷ ononderbroken, op (een) rij. Pind. | |elnltext=σχερός, ὁ alleen ἐν σχερῷ ononderbroken, op (een) rij. Pind. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">ἀκτή</b>, <b class="b3">αἰγιαλός</b> (H., Theognost. Can.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Acc. to Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 for <b class="b3">*σκερός</b> to OE [[score]], MLG [[schore]] <b class="b2">(rocky) coast, shore</b> (IE <b class="b2">*sker-</b>, s. [[κείρω]]); from here with metathesis <b class="b3">ξερός</b> (s. v.)? On <b class="b3">Σχερία</b> cf. Hennig RhM 75, 266 ff. (from Phoenic. [[Schchr]] = [[Sxr]] <b class="b2">trading post</b>). -- Further s. [[ἐπισχερώ]]. -- The connection with <b class="b3">ἐπισχερω</b> is improbable, as <b class="b3">σχερός</b> has nothing of the idea of continuous etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ, found only in dat., ἐν σχερῷ
A in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pi.N.1.69, 11.39, I.6(5).22: written ἐνσχερώ in A.R.1.912; cf. ἐπισχερώ, ἰσχερώ (perh. for Cypr. ἰν σχερῷ). II σχερός· ἀκτή, αἰγιαλός, Hsch., cf. Theognost.Can.12: also σχερόν, = κῦμα ἑτοῖμον, Amerias ap.Hsch.
German (Pape)
[Seite 1054] ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. ἐνσχερώ u. ἐπισχερώ.
Greek (Liddell-Scott)
σχερός: ὁ, εὕρηται μόνον ἐν τῇ δοτ., ἐν σχερῷ, τὸν ἅπαντα χρόνον, Πινδ. Ν. 1. 105., 11. 49, Ι. 6 (5). 32· φέρεται ἐνσχερὼ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 912, πρβλ. ἐπισχερῶ. ΙΙ. σχερὸς ἑρμηνεύεται: ἀκτή, αἰγιαλὸς παρ’ Ἡσύχ., πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 12. (Ἡ σημασία Ι ὑποδηλοῖ ὅτι ἡ λέξις σχετίζεται πρὸς τὸ σχεῖν, ἔχω· καὶ ἴσως τὸ σχερός, μετὰ τοῦ ὀνόματος Σχερία, σημαίνει ἁπλῶς συνεχὴς παραλία, ἐκτεταμένη ἀκτή).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
terre ferme, continent primit. côte continue, longée de côte ; loc. adv. • ἐν σχερῷ (ἐνσχερώ) d’une manière continue, de suite.
Étymologie: σχεῖν.
English (Slater)
σχερός only in phrase ἐν σχερῷ,
1 in a line, uninterruptedly αὐτὸν μὰν ἐν εἰρήνᾳ τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν λαχόντ (ἐν supp. Hermann, om. codd.: ἐνσχερὼ Dindorf) (N. 1.69) ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι (ἐνσχερὼ Heyne) (N. 11.39) ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι (ἐνσχερὼ Franc. Portus: one hundred feet of uninterrupted breath ) (I. 6.22)
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» — με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα -ρός (πρβλ. κυδοός)].———————— (II)
ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) «ἀκτή, αἰγιαλός»
2. (στην αιτ. κατά τον Ησύχ.) σχερόν
«κῡμα ἑτοῑμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχερός με σημ. «ακτή» (από αμάρτυρο αρχικό τ. σκερός με δευτερογενές δασύ σύμφωνο) έχει αναχθεί στην ΙΕ ρίζα (s)ker- «κόβω» (βλ. λ. κείρω), πρβλ. αγγλοσαξ. score, αγγλ. shore «γιαλός, όχθη». Από τη λ. σχερός παράγεται πιθ. το σύνθ. πολυ-σχεράς (βλ. και λ. χέραδος), ο τ. ξερόν και, πιθ., το όνομα του νησιού τών Φαιάκων Σχερία.
Greek Monotonic
σχερός: ὁ (σχεῖν), απαντάται μόνον στη δοτ. ἐν σχερῷ, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαδοχικά, κατά παράταξη, σε Πίνδ.· πρβλ. ἐπισχερώ.
Russian (Dvoretsky)
σχερός: ὁ континент, материк: перен. ἐν σχερῷ Pind. непрерывно.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχερός, ὁ alleen ἐν σχερῷ ononderbroken, op (een) rij. Pind.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: ἀκτή, αἰγιαλός (H., Theognost. Can.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Hiersche Zeitschr. f. Phon. 17, 515ff., Ten. asp. 218 for *σκερός to OE score, MLG schore (rocky) coast, shore (IE *sker-, s. κείρω); from here with metathesis ξερός (s. v.)? On Σχερία cf. Hennig RhM 75, 266 ff. (from Phoenic. Schchr = Sxr trading post). -- Further s. ἐπισχερώ. -- The connection with ἐπισχερω is improbable, as σχερός has nothing of the idea of continuous etc.