χειρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(4b)
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χειρισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> руководство, управление: ὁ χ. τῆς τύχης Polyb. стечение обстоятельств (досл. руководство судьбы); ὁ τῶν πραγμάτων χ. Polyb. управление государством;<br /><b class="num">2)</b> совершение, осуществление: ὁ χ. τῆς [[χάριτος]] Polyb. оказывание услуги;<br /><b class="num">3)</b> составление, изложение: [[τούτῳ]] χρήσασθαι τῷ χειρισμῷ περί τινος Polyb. изложить что-л. следующим образом.
|elrutext='''χειρισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> руководство, управление: ὁ χ. τῆς τύχης Polyb. стечение обстоятельств (досл. руководство судьбы); ὁ τῶν πραγμάτων χ. Polyb. управление государством;<br /><b class="num">2)</b> совершение, осуществление: ὁ χ. τῆς [[χάριτος]] Polyb. оказывание услуги;<br /><b class="num">3)</b> составление, изложение: [[τούτῳ]] χρήσασθαι τῷ χειρισμῷ περί τινος Polyb. изложить что-л. следующим образом.
}}
}}

Revision as of 20:32, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρισμός Medium diacritics: χειρισμός Low diacritics: χειρισμός Capitals: ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: cheirismós Transliteration B: cheirismos Transliteration C: cheirismos Beta Code: xeirismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A handling, manipulation, treatment, esp. in surgery, Hp.Off.3, Paul.Aeg.6.122.    2 management, handling, τῆς τύχης by fortune, Plb.1.4.1; τῶν πραγμάτων of business, 5.26.4; ὁ κατὰ μέρος χ. 2.35.3; ὁ χ. τῆς χάριτος exercise, 31.28.11; τῶν δογμάτων execution, 6.12.3: abs., 1.28.4; of literary or rhetorical treatment, D.S.5.1, Phld.Rh.1.371S.    3 esp. of financial administration, Schwyzer631.11 (Milet., ii B.C.), Rev.Arch.1925(22).62 (Callatis), POxy.2125.3 (iii A.D.); department, PTeb.758.14 (ii B.C.), Wilcken Chr.432.13 (ii A.D.), 170.27 (iii A.D.).    4 pl., administrative posts, Vett.Val.39.12.    5 inventory, register of property, Wilcken Chr.71.11 (pl.), 91.14 (both ii A.D.).    b guild, corporation, τῶν κυβερνητῶν PGiss.11.11 (ii A.D.), cf. PPetr.3p.206, al. (iii B.C., abbrev.).

German (Pape)

[Seite 1345] ὁ, Behandlung mit der Hand, Handhabung, Verwaltung; τῆς διακονίας Ath. X, 439 c; τῶν πραγμάτων Pol. 5, 26, 4 u. öfter; καὶ ἡ οἰκονομία 5, 31, 7; auch von der Behandlung des Stoffs, 15, 34, 3 u. sonst. – Wundärztliche Operation, Hippocr. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

χειρισμός: ὁ, μεταχείρισις, ἡ διὰ χειρῶν ἐνέργεια, μάλιστα ἐν τῇ χειρουργικῇ, «ἐγχείρησις», Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 740· πρβλ. χείριξις Ι. 2) διαχείρισις, διοίκησις, κυβέρνησις, Λατ. administratio, τῆς τύχης, ὑπὸ τῆς τύχης, Πολύβ. 1. 4, 1· τῶν πραγμάτων, διαχείρισις, διοίκησις αὐτῶν, 5. 26, 4· ὁ κατὰ μέρος χ., ἐξάσκησις, 32. 14, 11· τῶν δογμάτων, ἐκτέλεσις, ἐκπλήρωσις, 5. 12, 3· κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ χειρίζω / -ομαι]
1. η ενέργεια που γίνεται με τα χέρια
2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς κάτι, ο τρόπος χρήσης ή διαχείρισης και διεύθυνσης (α. «χειρισμός της μηχανής» β. «οι χειρισμοί του υπουργού» γ. «ἀγαγεῑν τοῑς ἐντυγχάνουσι τὸν χειρισμὸν τῆς τύχης», Πολ.)
αρχ.
1. χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση
2. διαχείριση τών οικονομικών υποθέσεων
3. κατάλογος περιουσιακών στοιχείων
4. σώμα, ομάδα
5. στον πληθ. οἱ χειρισμοί
οι θέσεις ανώτερων διοικητικών αξιωματούχων.

Russian (Dvoretsky)

χειρισμός:
1) руководство, управление: ὁ χ. τῆς τύχης Polyb. стечение обстоятельств (досл. руководство судьбы); ὁ τῶν πραγμάτων χ. Polyb. управление государством;
2) совершение, осуществление: ὁ χ. τῆς χάριτος Polyb. оказывание услуги;
3) составление, изложение: τούτῳ χρήσασθαι τῷ χειρισμῷ περί τινος Polyb. изложить что-л. следующим образом.