πλυνός: Difference between revisions

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
(nl)
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλῠνός:''' ὁ<b class="num">1)</b> водоем для полоскания белья, мойный бассейн Hom.: πλυνόν τινα ποιεῖν перен. Arph. обливать кого-л. грязью;<br /><b class="num">2)</b> лохань для стирки Luc.
|elrutext='''πλῠνός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> водоем для полоскания белья, мойный бассейн Hom.: πλυνόν τινα ποιεῖν перен. Arph. обливать кого-л. грязью;<br /><b class="num">2)</b> лохань для стирки Luc.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλυνός -οῦ, ὁ [πλύνω] wasbekken, wasplaats (in een rivier, om kleren te wassen); wasbak, (was)tobbe.
|elnltext=πλυνός -οῦ, ὁ [πλύνω] wasbekken, wasplaats (in een rivier, om kleren te wassen); wasbak, (was)tobbe.
}}
}}

Revision as of 20:35, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῠνός Medium diacritics: πλυνός Low diacritics: πλυνός Capitals: ΠΛΥΝΟΣ
Transliteration A: plynós Transliteration B: plynos Transliteration C: plynos Beta Code: pluno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A trough, tank, or pit, in which dirty clothes were washed by treading, pl., Il.22.153, Od.6.40,86; pl., washing-places, Ephor.1J.; later washing-tubs, fuller's tubs, Luc.Fug.12, D.C.46.4, cf.Phot.    II parox. πλύνος, ὁ, washing, Suid.; νιτρικῆς πλύνου Ostr.Bodl. i126 (ii B. C.), cf. PHib. 1.114 (iii B. C.): metaph., πλύνον ποιεῖν τινα, = πλύνω 11, Ar.Pl.1061; π. πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Phryn.PSp.101 B.

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Grube, in der schmutzige Kleider mit Wasser getreten, gewaschen u. gereinigt wurden, Waschgrube; Il. 22, 153 Od. 6, 40. 86; nach Hesych. auch πύελοι, ἐν αἱς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον; vgl. Maneth. 6, 433, ῥυπόεντα πλυνοῖσιν εἵματα καλλύνοντες; Luc. περὶ πλυνοὺς ἐχειν, fugit. 26. – Uebertr. sagt Ar. Plut. 1061 οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς, πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσι, was Poll. 7, 38 ἐξονειδίζεις, αἰσχύνεις erklärt, wie auch bei uns »Einen auswaschen«; Droysen: daß du mich zur Waschbank deiner Witze machst; vgl. Schol. Aesch. 3, 178.

Greek (Liddell-Scott)

πλῠνός: ὁ, (πλύνω) πλυντήρ, ἀγγεῖονλάκκος ἐν μαρμάρῳ ἔνθα ἔπλυνον ἀκάθαρτα ἐνδύματα, Ἰλ. Χ. 153, Ὀδ. Ζ. 40, 86· παρὰ μεταγεν., σκάφηκάδος πρὸς πλύσιν, Λουκ. Δραπέτ. 12, Φώτ. ΙΙ. μεταφορ., πλυνὸν ποιεῖ τινα, = πλύνω ΙΙ, Ἀριστοφ. Πλ. 1061· πλυνὸν πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Α. Β. 58· πρβλ. καταπλυντηρίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ πλυνοί· πύελοι, ἐν αἷς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον· ἢ βόθροι ὅπου πλύνουσι».

French (Bailly abrégé)

ou πλύνος;
οῦ (ὁ) :
auge ou bassin pour laver ; fig. πλύνον με ποιῶν AR faisant de moi un bassin à laver, càd m’éclaboussant ou me criblant d’injures ignobles.
Étymologie: πλύνω.

English (Autenrieth)

(πλύνω): washing-pit, pl., tanks or basins in the earth, lined with stone.

Greek Monolingual

ο, Ν πλύνω
ναυτ. χώρος στο κατάστρωμα ή σε άλλο μέρος του πλοίου, που χρησιμεύει για το πλύσιμο τών ναυτών και τών ρούχων τους
αρχ.
1. πέτρινη σκάφη, γούρνα στην οποία γινόταν το πλύσιμο τών ακάθαρτων ρούχων
2. λουτήρας, μπανιέρα
3. θέση, χώρος, όπου γινόταν το πλύσιμο τών ρούχων.

Greek Monotonic

πλῠνός: ὁ (πλύνω
I. σκάφη, κάδος, δοχείο, στο οποίο έπλεναν τα βρόμικα ρούχα αφού τα πατούσαν πρώτα, σε Όμηρ.
II. μεταφ., πλυνὸν ποιεῖν τινα = πλύνω II, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλῠνός:
1) водоем для полоскания белья, мойный бассейн Hom.: πλυνόν τινα ποιεῖν перен. Arph. обливать кого-л. грязью;
2) лохань для стирки Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλυνός -οῦ, ὁ [πλύνω] wasbekken, wasplaats (in een rivier, om kleren te wassen); wasbak, (was)tobbe.