τεῦξις: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(4b) |
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τεῦξις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> приобретение Plut.;<br /><b class="num">2)</b> соединение, встреча: [[ἴθι]] ἐς ἐμὴν τεῦξιν Anth. прийди ко мне. | |elrutext='''τεῦξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> приобретение Plut.;<br /><b class="num">2)</b> соединение, встреча: [[ἴθι]] ἐς ἐμὴν τεῦξιν Anth. прийди ко мне. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:39, 5 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making, Hsch. II (τυγχάνω) attainment, acquisition, opp. ἔφεσις, Plu.2.1071e, cf. Arr.Epict.2.5.8, S.E.M.11.82, Plot.1.5.2, 6.8.5. 2 = ἔντευξις 1, AP15.25.23 (Besant.).
German (Pape)
[Seite 1101] εως, ἡ, wie τύξις, 1) Verfertigung, Hesych. – 2) das Erreichen, Erlangen, Sp., wie Arr. Epict. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τεῦξις: -εως, ἡ, «κατασκευή, ποίησις» Ἡσύχ. (ἔνθα πρότερον ἐφέρετο τύξις). ΙΙ. (τυγχάνω) ἐπιτυχία, ἀπόκτησις, ἀντίθετον τῷ ἔφεσις, Πλούτ. 2. 1071E. 2) = ἔντευξις, Ἀνθ. Π. 15. 25, 23.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acquisition.
Étymologie: τυγχάνω.
Greek Monolingual
(I)
-εως, ἡ, Α τεύχω
(κατά τον Ησύχ.) «κατασκευή, ποίησις».———————— (II)
-εως, ἡ, Α
1. επιτυχία, απόκτηση
2. τυχαία συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τευχ- της ρίζας του ρ. τυγχάνω].
Greek Monotonic
τεῦξις: -εως, ἡ, επίτευγμα· επίσης = ἔντευξις, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τεῦξις: εως ἡ
1) приобретение Plut.;
2) соединение, встреча: ἴθι ἐς ἐμὴν τεῦξιν Anth. прийди ко мне.