ἐπίκλησις: Difference between revisions
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
(2) |
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπίκλησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> прозвище, наименование, название (πολλὰς ἐπικλήσεις ἔχειν Plut.): ἐπίκλησιν Hom., Hes., Her. по прозвищу или (только) по имени, (лишь) на словах, номинально; ἡ τῆς ποιήσεως ἐ. Plat. (самое) название «производство»;<br /><b class="num">2)</b> (добрая или дурная) слава, репутация (αἰσχίστη Thuc.): ἐπίκλησιν ἔχειν Xen. иметь (ту или иную) славу;<br /><b class="num">3)</b> воззвание (о помощи), призыв (Ἀφροδίτης Luc.);<br /><b class="num">4)</b> юр. апелляция (δημάρχων προσδεχομένων τὴν ἐπίκλησιν Plut.). | |elrutext='''ἐπίκλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> прозвище, наименование, название (πολλὰς ἐπικλήσεις ἔχειν Plut.): ἐπίκλησιν Hom., Hes., Her. по прозвищу или (только) по имени, (лишь) на словах, номинально; ἡ τῆς ποιήσεως ἐ. Plat. (самое) название «производство»;<br /><b class="num">2)</b> (добрая или дурная) слава, репутация (αἰσχίστη Thuc.): ἐπίκλησιν ἔχειν Xen. иметь (ту или иную) славу;<br /><b class="num">3)</b> воззвание (о помощи), призыв (Ἀφροδίτης Luc.);<br /><b class="num">4)</b> юр. апелляция (δημάρχων προσδεχομένων τὴν ἐπίκλησιν Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 5 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A surname, additional name; used by Hom. only in acc. abs., like ἐπίκλην, and mostly ἐπίκλησιν καλέειν, as Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν Astyanax, as they call him by surname (his name being Scamandrius), Il.22.506; Ἄρκτος, ἣν καὶ Ἄμαξαν ἐ. καλέουσι which they call also the Wain, 18.487, cf. 7.138, 22.29; Τιτῆνας ἐ. καλέεσκεν . . τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον named them Titans, after their endeavouring . . (ἐπὶ τῷ τιταίνειν), Hes.Th. 207; so in Hdt., ἐ. δὲ ἡ κρήνη ἐπικαλέεται Ἡλίου 4.181; Ἀθηναίης ἐ. Ἀσσησίης 1.19; also, in name only, nominally, [Μενέσθιον] τέκε Πολυδώρη Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐ. Βώρῳ she bare him to Spercheius (really), but nominally to Borus, Il.16.177; τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν παῖδα Hdt.1.114; κατ' ἐ. Apollod.1.3.2; opp. ὄνομα, D.H.5.21. 2. after Hom., in other cases, surname, name, Th.1.3, etc. 3. imputation, charge, Id.7.68, PLille29.27 (iii B.C.); ἐ. ἔχει κακὸς ἐ̄ιναι X.Lac.9.4. 4. title, D.C.37.6, etc.; βασιλέα ἄξιον τῆς ἐ.Jul.Or.2.70c. 5. announcement of result of an election, OGI458.82 (i B.C., pl.). II. calling upon, invocation, Ἀφροδίτης Luc.Salt.II; δαιμόνων D.C.78.4: abs., prayer, ἐ. καὶ εὐχαί LXX 2 Ma.15.26; μεμιγμένας ἀπειλαῖς ἐπικλήσεις D.H.5.21. 2. call to an office, Astramps. Orac.84.9. 3. judicial appeal, Vett.Val.281.14; esp. = Lat.appellatio, appeal to the Tribunes, Plu.Marc.2, Cat.Mi.33,al.
German (Pape)
[Seite 950] ἡ, Zuname, Beiname; ἄρκτον θ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, die man auch den Wagen (mit Beinamen) benennt, Il. 18, 487; Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν, wie ihn die Troer mit Beinamen nennen, denn sein Vater nannte ihn Skamandrios, 22, 506; Μενέσθιον ἔτεκε Πολυδώρη Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, aber unter dem von ihm angenommenen falschen Namen Boros, 16, 177; Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον, er benannte sie darum Titanen, weil sie, wo ἐπίκλησιν auf einen bestimmten Grund der Benennung hinweis't, Hes. Th. 207; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 203. – Auch in Prosa adverbial, ἐπίκλησιν δὲ αὕτη ἡ κρήνη καλέεται Ἡλίου Her. 4, 181; Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1, 19; τὸν τοῦ βουκόλου ἕπίκλησιν παῖδα, dem Namen nach, 1, 114. Vgl. ἐπίκλην. – Die Benennung, Plat. Epinom. 974 b; Thuc. 1, 3; αἰσχίστη, der größte Schimpf, 7, 68, wie ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς εἶναι Xen. Lac. 9, 4. – Die Anrufung, δαιμόνων D. Cass. 78, 4; Luc. salt. 11. – Die Berufung, Plut. Marcell. 2; τῶν δημάρχων Cat. min-46. – Die Sage, das Gerücht, Apolld. 1, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλησις: -εως, ἡ, (ἐπικαλέω) ἐπώνυμον, πρόσθετον ὄνομα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατ’ αἰτ. ἀπολ., ὡς τὸ ἐπίκλην, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ καλέω, ὡς, Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσι, ὡς ἐπονομάζουσιν αὐτὸν οἱ Τρῶες δι’ ἐπωνύμου (ἐνῷ τὸ κύριον ὄνομα αὐτοῦ ἦτο Σκαμάνδριος), Ἰλ. Χ. 506· Ἄρκτος, ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, «ἣν καὶ ἅμαξαν κατ’ ἐπωνυμίαν καλοῦσιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 487, Ὀδ. Ε. 273, πρβλ. Ἰλ. Η. 138, Χ. 9· Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν... τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον, ἐπωνόμασεν αὐτοὺς Τιτᾶνας ὡς τείνοντας τὰς χεῖρας καὶ προσπαθοῦντας νὰ πράξωσι βίαιον ἔργον (ἕτεροι ὅμως ἄλλως ἑρμηνεύουσι τὸ χωρίον τοῦτο· ἀλλ’ ἴδε Μ. Ἐτυμολ. 760. 40), Ἡσ. Θ. 207· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ἐπίκλησιν δὲ ἡ κρήνη ἐπικαλέεται Ἡλίου 4. 181· Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1. 19· ― ἀλλ’ ὡσαύτως σημαίνει, κατ’ ὄνομα μόνον, ὀνόματι, Μενέσθιος... ὃν τέκε Πηλῆος θυγάτηρ καλὴ Πολυδώρη, Σπερχειῷ... εὐνηθεῖσα, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ... ὃς ῥ’ ἀναφανδὸν ὄπυιε, ὃν ἔτεκεν ἡ τοῦ Πηλέως θυγάτηρ ἡ εὐειδὴς Πολυδώρη τῷ Σπερχειῷ συμμιγεῖσα, κατ’ ὄνομα δὲ τῷ Βώρῳ, ὃς φανερῶς αὐτὴν ἀνέβαινεν, Ἰλ. Π. 177· τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν υἱόν, κατ’ ἐπίκλησιν, οὐχὶ δὲ πράγματι, Ἡρόδ. 1. 114· οὕτω, Καλλιόπης καὶ Οἰάγρου, κατ’ ἐπίκλησιν δὲ Ἀπόλλωνος Λίνος Ἀπολλόδ. 1. 3, 2. 2) μεθ’ Ὅμηρον κατ’ ὀνομαστικήν, ἐπώνυμον, ὄνομα, ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη Θουκ. 1. 3, κτλ. 3) ἐπὶ δυσφημίας, κακὸν ἐπώνυμον ἢ ὄνομα, πόλει δὲ τῇ πάσῃ τὴν αἰσχίστην ἐπίκλησιν ὁ αὐτ. 7. 68· ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς εἶναι Ξεν. Λακ. 9, 4· πρβλ. ἐπίκλημα. 4) ὄνομα, τίτλος, Δίων Κ. 37. 6, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐπικαλεῖσθαι, Ἀφροδίτης Λουκ. π. Ὀρχ. 11· δαιμόνων Δίων Κ. 78. 4· ― τὸ ἐπικαλεῖσθαι βοήθειαν, Διον. Ἁλ. 5. 21· τὸ Ρωμαϊκὸν appelatio, ἔφεσις εἰς τοὺς δημάρχους, Πλουτ. Μάρκελλ. 2, Κάτων Νεώτ. 33, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· ἡ ἐπίκλησις παρ’ Ἀττικοῖς», καὶ «ἐπίκλη· ἡ ἐπωνυμία».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. nom ajouté ou substitué à un autre :
1 surnom;
2 nom ; abs. ἐπίκλησιν selon le nom qu’on lui donne, ou qqf en nom, nominalement;
II. action d’en appeler à :
1 invocation;
2 instance en appel devant un tribunal;
III. accusation ; mauvaise réputation.
Étymologie: ἐπικαλέω.
English (Autenrieth)
(καλέω): given name (‘surname’); only acc., adverbially or predicatively, mostly with καλεῖν, Ἄρκτον θ, ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, ‘which they call also by the name of the wain,’ Od. 5.273, Il. 7.138, Il. 22.506 ; Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, ‘but by repute to B.,’ Il. 16.177.
Spanish
Greek Monotonic
ἐπίκλησις: -εως, ἡ (ἐπικαλέω),
I. 1. επώνυμο ή πρόσθετο όνομα· αιτ. χρησιμ. απόλ. ως επίρρ., κατ' επωνυμία, Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσι, Αστυάνακτα, όπως τον αποκαλούν ως παρωνύμιο (το κανονικό όνομά του ήταν Σκάμανδρος), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. γενικά, όνομα, παρωνύμιο, σε Θουκ.
3. κακό όνομα, στον ίδ.
II. επίκληση, έκκληση, προσφυγή, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκλησις: εως ἡ
1) прозвище, наименование, название (πολλὰς ἐπικλήσεις ἔχειν Plut.): ἐπίκλησιν Hom., Hes., Her. по прозвищу или (только) по имени, (лишь) на словах, номинально; ἡ τῆς ποιήσεως ἐ. Plat. (самое) название «производство»;
2) (добрая или дурная) слава, репутация (αἰσχίστη Thuc.): ἐπίκλησιν ἔχειν Xen. иметь (ту или иную) славу;
3) воззвание (о помощи), призыв (Ἀφροδίτης Luc.);
4) юр. апелляция (δημάρχων προσδεχομένων τὴν ἐπίκλησιν Plut.).