καινουργέω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(nl) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καινουργέω:''' <b class="num">1)</b> затевать нововведения, задумывать новое, предпринимать реформу (περί τι Xen., Luc.): τί δὲ καινουργεῖς; Eur. что ты замышляешь?; τὰ καινουργούμενα Arst. политические перемены, перевороты;<br /><b class="num">2)</b> странно вести себя: κ. λόγον Eur. говорить странные вещи;<br /><b class="num">3)</b> (впервые) вводить (τὴν εὐχρηστίαν Anth.). | |elrutext='''καινουργέω:'''<br /><b class="num">1)</b> затевать нововведения, задумывать новое, предпринимать реформу (περί τι Xen., Luc.): τί δὲ καινουργεῖς; Eur. что ты замышляешь?; τὰ καινουργούμενα Arst. политические перемены, перевороты;<br /><b class="num">2)</b> странно вести себя: κ. λόγον Eur. говорить странные вещи;<br /><b class="num">3)</b> (впервые) вводить (τὴν εὐχρηστίαν Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καινουργέω [καινουργός] Ion. praes. 3 plur. καινουργέουσι iets nieuws doen, iets ongewoons doen:. ἢν τύχωσι... τι κεκαινουργηκότες als (de patiënten) iets ongewoons gedaan hebben Hp. VM 21; τί δὲ καινουργεῖς; waarom dit vreemde gedrag? Eur. IA 2. vernieuwen, veranderen (vaak ongunstig):. καινουργεῖς λόγον je verzint een vreemd verhaal Eur. IA 838, καινουργεῖν ὁδούς nieuwe wegen inslaan Luc. 58.23. | |elnltext=καινουργέω [καινουργός] Ion. praes. 3 plur. καινουργέουσι iets nieuws doen, iets ongewoons doen:. ἢν τύχωσι... τι κεκαινουργηκότες als (de patiënten) iets ongewoons gedaan hebben Hp. VM 21; τί δὲ καινουργεῖς; waarom dit vreemde gedrag? Eur. IA 2. vernieuwen, veranderen (vaak ongunstig):. καινουργεῖς λόγον je verzint een vreemd verhaal Eur. IA 838, καινουργεῖν ὁδούς nieuwe wegen inslaan Luc. 58.23. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 6 January 2019
English (LSJ)
A make new, Alciphr.3.3; re-create, τινα Zos.Alch. p.108 B. 2 begin something new, τι Hp.VM21; τί καινουργεῖς; what new plan art thou meditating? E.IA2 (anap.); κ. λόγον speak new, strange words, ib.838; coin, ὄνομα Dam.Pr.439: abs., ἐπὶ τὸ κ. φέρου Antiph.29: usu. in bad sense, make innovations, περί τι X.HG6.2.16, cf. D.H.11.21:—Pass., τὰ καινουργούμενα all attempts at alteration, Arist.Mu.398a35.
German (Pape)
[Seite 1295] neu machen; σαγήνην Alciphr. 3, 3; neuern, Neuerungen anfangen, bes. im Staate, tadelnd, Eur. I. A. 2. 838; περὶ τοὺς μισθοφόρους Xen. Hell. 6, 2, 16, wie Luc. Prom. 6; εὐχρηστίας
Greek (Liddell-Scott)
καινουργέω: κατασκευάζω ἐκ νέου, λαβεῖν χρυσίνους τέτταρας, ἐξ ὧν αὖθις καινουργῆσαί μοι τὴν σαγήνην ὑπάρξειεν Ἀλκίφρων 3. 3. 2) ἀρχίζω τι νέον πρᾶγμα, ἀρχίζω νὰ κάμνω τι νεωστί, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τί καινουργεῖς; τί νέον σχέδιον μελετᾷς; Εὐρ. Ι. Α. 2· καινουργέω λόγον, ὁμιλῶ νέους, παραδόξους λόγους, αὐτόθι 838· ἐπὶ τὸ καινουργεῖν φέρου, κάμνε τι νέον, ἀσύνηθες, πρωτοφανές, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀλκήστιδι» 1· κάμνω νεωτερισμούς, νεωτερίζω, περί τι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 16, πρβλ. Διον. Ἁλ. 11. 21: - Παθ., τὰ καινουργούμενα, πᾶσα πρὸς μεταβολὴν ἢ ἀλλοίωσιν ἐπιχείρησις, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire ou produire pour la première fois, innover : τί δὲ καινουργεῖς ; EUR que médites-tu de nouveau ?;
2 faire qch d’étrange : κ. λόγον prononcer d’étranges paroles.
Étymologie: καινουργός.
Greek Monotonic
καινουργέω: ξεκινώ, αρχίζω κάτι νέο, τί καινουργεῖς; ποιο νέο σχέδιο μελετάς; σε Ευρ.· κ. λόγον, μιλώ με νέα και παράδοξα λόγια, στον ίδ.· επιφέρω μεταβολές, νεωτερίζω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καινουργέω:
1) затевать нововведения, задумывать новое, предпринимать реформу (περί τι Xen., Luc.): τί δὲ καινουργεῖς; Eur. что ты замышляешь?; τὰ καινουργούμενα Arst. политические перемены, перевороты;
2) странно вести себя: κ. λόγον Eur. говорить странные вещи;
3) (впервые) вводить (τὴν εὐχρηστίαν Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινουργέω [καινουργός] Ion. praes. 3 plur. καινουργέουσι iets nieuws doen, iets ongewoons doen:. ἢν τύχωσι... τι κεκαινουργηκότες als (de patiënten) iets ongewoons gedaan hebben Hp. VM 21; τί δὲ καινουργεῖς; waarom dit vreemde gedrag? Eur. IA 2. vernieuwen, veranderen (vaak ongunstig):. καινουργεῖς λόγον je verzint een vreemd verhaal Eur. IA 838, καινουργεῖν ὁδούς nieuwe wegen inslaan Luc. 58.23.