θησαυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θησαυρίζω:''' <b class="num">1)</b> хранить, сохранять, сберегать (ἐν ἀσφαληΐῃ τὰ χρήματα, τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι Her.; [[ὅπλα]] τεθησαυρισμένα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> откладывать про запас, накапливать (ἢ φάρμακα ἢ [[σῖτα]] ἢ [[ποτά]] Xen.; τὴν τροφήν Arst.; θησαυροὺς ἑαυτῷ ἐπὶ γῆς NT);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. хранить в душе, накапливать в памяти (χάριτας Diod.; ἑαυτῷ ὑπομνήματα θησαυρίζεσθαι Plat.; ὀργὴν ἑαυτῷ NT): τεθησαυρισμένος [[κατά]] τινος [[φθόνος]] Diod. накопившаяся к кому-л. ненависть.
|elrutext='''θησαυρίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> хранить, сохранять, сберегать (ἐν ἀσφαληΐῃ τὰ χρήματα, τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι Her.; [[ὅπλα]] τεθησαυρισμένα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> откладывать про запас, накапливать (ἢ φάρμακα ἢ [[σῖτα]] ἢ [[ποτά]] Xen.; τὴν τροφήν Arst.; θησαυροὺς ἑαυτῷ ἐπὶ γῆς NT);<br /><b class="num">3)</b> тж. med. хранить в душе, накапливать в памяти (χάριτας Diod.; ἑαυτῷ ὑπομνήματα θησαυρίζεσθαι Plat.; ὀργὴν ἑαυτῷ NT): τεθησαυρισμένος [[κατά]] τινος [[φθόνος]] Diod. накопившаяся к кому-л. ненависть.
}}
}}

Revision as of 16:00, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θησαυρίζω Medium diacritics: θησαυρίζω Low diacritics: θησαυρίζω Capitals: ΘΗΣΑΥΡΙΖΩ
Transliteration A: thēsaurízō Transliteration B: thēsaurizō Transliteration C: thisavrizo Beta Code: qhsauri/zw

English (LSJ)

   A store, treasure up, ἐν ἀσφαλείῃ τὰ χρήματα θ. Hdt.2.121.ά; θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι to lay it by, ib.86; φάρμακα, σῖτα θ. παρ' αὑτῷ, X.Cyr.8.2.24, etc.; of fruits, lay up in store, preserve, pickle, [καυλοὺς] ἐν ἅλμῃ Thphr.HP6.4.10; τὸ ἔλαιον θ. [τὰς ὀσμάς] preserves its smell, Id.CP6.19.3:—Pass., ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη S.Fr. 398.2; [ἡ ἐβένη] τὴν χρόαν οὐ -ομένη λαμβάνει τὴν εὔχρουν ἀλλ' εὐθὺς τῇ φύσει Thphr.HP4.4.6, cf. 3.12.5; ἡ τεθησαυρισμένη τῶν ἀρωμάτων ἀπόλαυσις Agatharch.97; τὸ θησαυρισθέν IG14.423 ii 37 (Tauromenium).    b abs., hoard, lay up treasure, Phld.Oec.p.71J., Ep.Jac. 5.3; ἑαυτῷ Ev.Luc.12.21.    2 metaph., θ. σεαυτῷ ὀργήν Ep.Rom. 2.5; θ. θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ Ev.Matt.6.20; θ. εὐτυχίαν lay up a store of . ., App.Sam.4.3:—Med., store up for oneself, ἑαυτῷ ὑπομνήματα Pl.Phdr.276d, cf. Isoc.15.229:—Pass., τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος D.S.20.36; χάριτας -ισθησομένας Id.1.90; to be reserved, πυρί 2 Ep.Pet.3.7.

German (Pape)

[Seite 1211] aufspeichern, sammeln u. aufbewahren; χρήματα Her. 2, 121; νεκρόν 2, 86; φάρμακα Xen. Cyr. 8, 2, 24; Folgde; pass. ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη Soph. fr. 464; τεθησαυρισμένος φθόνος D. Sic. 20, 36. – Med., ἑαυτῷ ὑπομνήματα Plat. Phaedr. 367 d; Hdn. 1, 14, 5.

Greek (Liddell-Scott)

θησαυρίζω: θέτω ἐντὸς ἀποθήκης, ἀποθηκεύω, ἀποθέτω, ἐν ἀσφαληΐῃ θ. τὰ χρήματα Ἡρόδ. 2. 121, 1· θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι, τοποθετῶ αὐτόν, αὐτόθι 86· φάρμακα, σῖτα θ. παρ’ αὑτῷ Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24, κτλ.· ἐπὶ καρπῶν, ἀποθηκεύω, διατηρῶ, βάλλω εἰς ἅλμην, καυλοὺς ἐν ἅλμῃ Θεοφρ. Ι. Φ. 6. 4, 12· τὸ ἔλαιον θ. τὰς ὀσμάς, διατηρεῖ αὐτάς, ὁ αὐτ. ἐν Αἰτ. Φυτ. 6. 19, 3· ἡ ἐβένη θ. τὴν χρόαν, διατηρεῖ τὸ χρῶμα της, ὁ αὐτ. Ι. Φ. 4. 4, 6. - Παθ., ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη Σοφ. Ἀποσπ. 464· τὸ θησαυρισθὲν Συλλ. Ἐπιγρ. 5640. ΙΙ. 37. 2) μεταφ., θ. εὐτυχίαν, ἀποταμιεύειν εὐτυχίαν..., Ἀππ. Σαυνιτ. 4. 3· θ. χάριτας, ἀποταμιεύειν ἐν τῇ μνήμῃ, Διόδ. 1. 90. - Μέσ., ἀποταμιεύω δι’ ἐμαυτόν, ἑαυτῷ ὑπομνήματα Πλάτ. Φαίδρ. 276D, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 244: - Παθ., τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος Wess. Διόδ. 20. 36.

French (Bailly abrégé)

1 mettre en réserve, déposer dans un trésor;
2 mettre en réserve, conserver avec soin en gén. : νεκρὸν ἐν οἰκήματι HDT un mort dans sa maison;
Moy. θησαυρίζομαι mettre en réserve pour son usage, acc..
Étymologie: θησαυρός.

Spanish

ocultar

English (Strong)

from θησαυρός; to amass or reserve (literally or figuratively): lay up (treasure), (keep) in store, (heap) treasure (together, up).

English (Thayer)

1st aorist ἐθησαυρισα; perfect passive participle τεθησαυρισμενος; (θησαυρός); from Herodotus down; to gather and lay up, to heap up, store up: to accumulate riches, τίνι, τί, θησαυρούς ἐηαύτω, to keep in store, store up, reserve: passive ὀργήν ἑαυτῷ, κακά, ζωήν, Psalm of Song of Solomon 9,9 (ἐυτυχιαν, Appendix, Samn. 4,3 (i. e. vol. i., p. 23,31edition, Bekker); τεθησαυρισμενος κατά τίνος φθόνος, Diodorus 20,36). (Compare: ἀποθησαυρίζω.)

Greek Monolingual

(ΑΜ θησαυρίζω) θησαυρός
αποταμιεύω, αποθησαυρίζω («ἐν ἀσφαλείη τὰ χρήματα θησαυρίζειν», Ηρόδ.
νεοελλ.
καταρτίζω συλλογήθησαυρίζω τις παροιμίες»)
νεοελλ.-μσν.
1. (αμτβ.) πλουτίζω, σχηματίζω θησαυρό, έχω ή αποκτώ περιουσία
2. (μτβ.) κάνω κάποιον πλούσιο, δίνω σε κάποιον θησαυρούς («θησαύριζε την ψυχή σου»
μσν.-αρχ.
αποθηκεύω
αρχ.
1. (για καρπούς) διατηρώ
2. συγκεντρώνω, συσσωρεύω (α. «ὡς πῡρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις» ΚΔ
θ. «θησαυρίζειν εὐτυχίαν», Αππ.)
3. μέσ. θησαυρίζομαι
αποταμιεύω για τον εαυτό μου.

Greek Monotonic

θησαυρίζω: (θησαυρός), μέλ. -σω, αποθηκεύω ή θησαυρίζω, σε Ηρόδ., Ξεν., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θησαυρίζω:
1) хранить, сохранять, сберегать (ἐν ἀσφαληΐῃ τὰ χρήματα, τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι Her.; ὅπλα τεθησαυρισμένα Plut.);
2) откладывать про запас, накапливать (ἢ φάρμακα ἢ σῖταποτά Xen.; τὴν τροφήν Arst.; θησαυροὺς ἑαυτῷ ἐπὶ γῆς NT);
3) тж. med. хранить в душе, накапливать в памяти (χάριτας Diod.; ἑαυτῷ ὑπομνήματα θησαυρίζεσθαι Plat.; ὀργὴν ἑαυτῷ NT): τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος Diod. накопившаяся к кому-л. ненависть.