μηνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(3)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηνοειδής''': -ές, ([[μήνη]]) ὁ ἔχων [[σχῆμα]] ἡμισελήνου, Λατ. lunatus, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ. 2. 76, κτλ.˙ [[τάξις]], [[φάλαγξ]] Ξεν. Ἀν. 5. 2, 13, Πλουτ. Φάβ. 16˙ μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, σχηματίσαντες αὐτὰς εἰς [[σχῆμα]] ἡμισελήνου, Ἡρόδ. 8. 16˙ ― ἐπὶ μερικῆς ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Θουκ. 2. 28, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 10˙ ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 157Β˙ πρβλ. διχότομος, [[ἀμφίκυρτος]]. Ἐπίρρ. -δῶς, Φιλόστρ. 102, κλ.
|lstext='''μηνοειδής''': -ές, ([[μήνη]]) ὁ ἔχων [[σχῆμα]] ἡμισελήνου, Λατ. lunatus, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ. 2. 76, κτλ.· [[τάξις]], [[φάλαγξ]] Ξεν. Ἀν. 5. 2, 13, Πλουτ. Φάβ. 16· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, σχηματίσαντες αὐτὰς εἰς [[σχῆμα]] ἡμισελήνου, Ἡρόδ. 8. 16· ― ἐπὶ μερικῆς ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Θουκ. 2. 28, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 10· ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 157Β· πρβλ. διχότομος, [[ἀμφίκυρτος]]. Ἐπίρρ. -δῶς, Φιλόστρ. 102, κλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνοειδής Medium diacritics: μηνοειδής Low diacritics: μηνοειδής Capitals: ΜΗΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: mēnoeidḗs Transliteration B: mēnoeidēs Transliteration C: minoeidis Beta Code: mhnoeidh/s

English (LSJ)

ές, (μείς, μήνη)

   A crescent-shaped, Hdt.1.75, Th.2.76, etc.; τομαί Arch.Pap.4.271 (iii A. D.); τάξις, φάλαγξ, X.An.5.2.13, Plu.Fab.16; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν having formed them in a crescent, Hdt.8.16; of the sun when partially eclipsed, Th.2.28, X.HG4.3.10; of the crescent moon, Gem.9.7, Plu.2.157b, Vett. Val.106.31; μ. γωνία lune-like angle, Procl.in Euc.p.190.8, al. Adv. -δῶς Antyll. ap. Orib.44.23.39, Philostr. VA3.11, Longus 2.25.

German (Pape)

[Seite 175] ές, halbmondartig, -förmig; διώρυχα βαθέην ὀρύσσειν ἄγοντα μηνοειδέα, Her. 1, 75; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, 8, 16, wo man τάγμα ergänzen kann, sie stellten die Schiffe halbmondförmig auf; ὁ ἥλιος γενόμενος μηνοειδής, bei der Sonnenfinsterniß, Thuc. 2, 28; vgl. Xen. Hell. 4, 3, 10 u. Plut. sept. sap. conv. 14, wo σελήνη πανσέληνος, μ., ἀμφίκυρτος die verschiedenen Mondviertel bezeichnen; τοῦ χωρίου μηνοειδοῦς ὄντος, Thuc. 7, 34; μηνοειδὲς ποιῶν τὸ κύρτωμα, von dem Heere, Pol. 3, 113, 8; σχῆμα, 115, 7; a. Sp.; βέλη, ὧν αἱ ἀκαὶ ἦσαν μηνοειδεῖς, Hdn. 1, 15, 11. – Adv., Philostr. v. Ap. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

μηνοειδής: -ές, (μήνη) ὁ ἔχων σχῆμα ἡμισελήνου, Λατ. lunatus, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ. 2. 76, κτλ.· τάξις, φάλαγξ Ξεν. Ἀν. 5. 2, 13, Πλουτ. Φάβ. 16· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, σχηματίσαντες αὐτὰς εἰς σχῆμα ἡμισελήνου, Ἡρόδ. 8. 16· ― ἐπὶ μερικῆς ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Θουκ. 2. 28, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 10· ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 157Β· πρβλ. διχότομος, ἀμφίκυρτος. Ἐπίρρ. -δῶς, Φιλόστρ. 102, κλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de demi-lune ou de croissant.
Étymologie: μήν², εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (Α μηνοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «μηνοειδές οστό» — οστό της μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών του καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα
β) «μηνοειδείς βαλβίδες»
ανατ. οι ημισεληνοειδείς γλωχίνες τών βαλβίδων που βρίσκονται στην αρχή της αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας και εμποδίζουν την παλινδρόμηση του αίματος στην καρδιά κατά τη διαστολή της
γ) «μηνοειδής λίμνη»
(γεωμορφ.) μικρή λίμνη που καταλαμβάνει την καμπύλη ενός αποκομμένου μαιάνδρου σε μια ποτάμια κοίτη.
επίρρ...
μηνοειδώς (Α)
με μηνοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -ειδής].

Greek Monotonic

μηνοειδής: -ές (μήνη, εἶδος), αυτός που έχει σχήμα μισοφέγγαρου, Λατ. lunatus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, έχοντας κατασκευάσει αυτά (τα πλοία) σε σχήμα μισοφέγγαρου, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον Ήλιο και τη Σελήνη, όταν βρίσκονται σε έκλειψη, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μηνοειδής: полулунный, серпообразный, полукружный (σελήνη Xen., Plut.; τάξις Xen.; φάλαγξ, περιφέρεια Plut.).