διοικίζω: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ :-[[κάμνω]] τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, [[διασκορπίζω]], δ. τὰς πόλεις, [[διασπείρω]] τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11˙ καὶ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15˙ δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27˙ ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α˙ πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|lstext='''διοικίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ :-[[κάμνω]] τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, [[διασκορπίζω]], δ. τὰς πόλεις, [[διασπείρω]] τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11· καὶ [[μᾶλλον]] ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15· δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27· ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοικίζω Medium diacritics: διοικίζω Low diacritics: διοικίζω Capitals: ΔΙΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: dioikízō Transliteration B: dioikizō Transliteration C: dioikizo Beta Code: dioiki/zw

English (LSJ)

Att. fut.

   A -ῐῶ D.5.10:—cause to live apart, disperse, opp. συνοικίζω, δ. τὰς πόλεις break them up into villages (κῶμαι), Isoc. 5.43, cf. Arist.Pol.1311a14; τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν D. l. c.; δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Plb.4.27.6:—Pass., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ X.HG5.2.7; διῳκισμένοι κατὰ κώμας D.19.81: generally, to be scattered abroad, Pl.Smp.193a; remove, migrate, ἐκ Κολλυτοῦ εἰς . . Lys.32.14; διῳκισμένοι τινός separated from... Luc. Charid.19: metaph. of rich and poor, διῳκίσμεθα καὶ δύο πόλεις ἔχομεν D.H.6.36.

Greek (Liddell-Scott)

διοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ :-κάμνω τινὰς νὰ ζῶσι χωριστά, διασκορπίζω, δ. τὰς πόλεις, διασπείρω τοὺς κατοίκους αὐτῶν, Ἰσοκρ. 91 Α, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 11· καὶ μᾶλλον ἀνεπτυγμένως, τὴν Θηβαίων πόλιν διοικιεῖν κατὰ κώμας Δημ. 59. 15· δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Πολύβ. 4. 27, 6. -Παθ., διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῆ Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 7· διῳκισμένοι κατὰ κώμας Δημ. 366. 27· ἀκολούθως γενικῶς, διασκορπίζομαι, διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Πλάτ. Συμπ. 193 Α· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

f. att. διοικιῶ, ao. διῴκισα, pf. inus.
diviser en parties, en quartiers (une ville conquise).
Étymologie: διά, οἰκίζω.

Spanish (DGE)

I 1dispersar, distribuir en aldeas la población de una ciu. Μαντινέας δὲ διῴκισαν Isoc.8.100, τὰς πόλεις Isoc.5.43, cf. D.5.10, Plu.Cam.7, τὸν ὄχλον Arist.Pol.1311a14, cf. Harp.s.u. διοικιεῖν, c. ac. y prep. ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους αὐτοὺς διοικίσαντες Plb.4.27.6, αὐτοὺς κατὰ κώμας διῴκισε D.S.2.28, en v. pas. διῳκίσθη δ' ἡ Μαντίνεια τετραχῇ X.HG 5.2.7, διῳκισμένοι κατὰ κώμας diseminados por aldeas D.19.81.
2 tard. separar, apartar διῴκισεν ὁ θεὸς τοὺς βίους Synes.Ep.41 p.65, c. ac. y gen. de separación τὰ ὁμόφωνα τῶν ἀλλογλώττων Ph.1.242, ἡ ἀφροσύνη ... τὴν ψυχὴν ... μακρὰν ὀρθοῦ λόγου διοικίζει Ph.1.685, cf. 512, en v. pas. διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκίσθημεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ Pl.Smp.193a.
II en v. med.
1 dispersarse, dividirse en c. prep. κατὰ κώμας X.HG 5.2.5, ἐκ μιᾶς πόλεως ... εἰς πολλάς Ammon.Diff.344.
2 separarse διῳκίσμεθα ... καὶ δύο πόλεις ἔχομεν, τὴν μὲν [μίαν] ὑπὸ πενίας ... ἀρχομένην, τὴν δ' ὑπὸ κόρου D.H.6.36
apartarse de alguien, c. gen. ταύτης (Ἱπποδαμείας) διῳκισμένους Luc.Charid.19, τῶν γονέων Ph.1.552, c. ἐκ y gen. ὅτ' ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζετο εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν cuando se cambió del domicilio de Colito al de Fedro Lys.32.14.

Greek Monolingual

διοικίζω (Α) οικίζω
1. αναγκάζω κάποιους να ζουν χωριστά, διασκορπίζω, μετοικίζω
2. παθ. διασκορπίζομαι
3. μέσ. μετοικώὅταν ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν»)
4. μέσ. απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον
5. (για πλούσιους και φτωχούς) έχω διαφορετικό τρόπο ζωής.

Greek Monotonic

διοικίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, κάνω κάποιους να ζουν χωριστά, διασκορπίζω, σε Δημ.— Παθ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διοικίζω:
1) расселять, селить врозь (κατὰ κώμας τινάς Dem., Diod.; τὸν ὄχλον ἐκ τοῦ ἄστεως ἀπελαύνειν καὶ δ. Arst.; τινὰς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Polyb.): διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ Xen. население Мантинеи было расселено по четырем областям;
2) med. переселяться, переезжать (ἐκ Κολλυτοῦ εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν Lys.).